Λογοτεχνικό Εργαστήρι 72Η μάνα στην ποίηση

Νικόλαος Γύζης, η ψυχομάνα

Γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου

Η μάνα στην ποίηση

«Αν ένας άνθρωπος υπήρξε το αδιαμφισβήτητα αγαπημένο παιδί της μητέρας του, διατηρεί σε όλη του τη ζωή το αίσθημα θριάμβου, την πίστη στην επιτυχία που συχνά οδηγεί πραγματικά στην επιτυχία» είπε ο Φρόιντ.
Πράγματι, η δύναμη της αγάπης οδηγεί τα μελλοντικά βήματα του παιδιού με στέρεες προδιαγραφές.

Οι ποιητές και οι λογοτέχνες εμπνέονται και γράφουν συχνά για τη δική τους μάνα αλλά και για το σύμβολο της μάνας στα λογοτεχνικά τους κείμενα.

Τα χέρια, Μιχάλης Γκανάς

Κοιτάζει τα χέρια της. Πώς έγιναν έτσι; Που βρέθηκαν τόσες φλέβες, τόσες ελιές και σημάδια, τόσες ρυτίδες στα χέρια της;

Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει. Ούτε τότε που ήταν χλωρά, ούτε που μέστωσαν, ούτε που μαράθηκαν, ώσπου ξεράθηκαν. Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ με τον άντρα της – όποτε τύχαινε, μια στις τόσες – κι ακούσει τα λόγια του, καρφί στην καρδιά της – πού τα ‘μαθες αυτά μωρέ γυναίκα;

Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται, έτσι που κάθονται ανενεργά πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια. Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει. Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα, στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και στα σκατά.

Πέντε χρόνια κατάκοιτη η πεθερά της, αλύχτησε ώσπου να της βγει η ψυχή. Κοιτάζει πάλι τα χέρια της. Τι θα τα κάνει; Να τα κρύψει κάτω απ’ την ποδιά της να μην τα βλέπει, να τα χώσει στη περούκα της διπλανής που κοιμάται με το κεφάλι γουλί, να τα βάλει στις μάλλινες κάλτσες που της έφερε ο γιός της μόλις του ‘πε ότι κρυώνει εδώ στο γηροκομείο που την έριξε η μοίρα της;

Τόσα χρόνια δε γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω τους. Κι όταν δεν τα κοιτάει, την κοιτάνε αυτά. Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε, ασ’ τα να κοιτάνε, είναι που κοιτάνε σαν να θέλουνε κάτι.

Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει. Δεν θα τους κάνει τη χάρη. Ντρέπεται γριά γυναίκα να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα. Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπει μια σκουριά από καφέ στο δεξί. Σηκώνεται και πάει στο μπάνιο, πιάνει το μοσχοσάπουνο και πλένει τα χέρια της. Τα πλένει, τα ξεπλένει, δε λέει ν’ αφήσει το σαπούνι, της αρέσει έτσι που γλιστρούν απαλά το ένα μεσα στο άλλο, «Κοίτα, λέει, που μ’ έβαλαν να τα χαϊδέψω θέλοντας και μη, τα σκασμένα» και γελάει από μέσα της που δεν την κοιτάνε τώρα όπως πριν, χαμένα μέσα στους αφρούς και τα χάδια, σαν να ‘χουν κλείσει τα μάτια, μην τους πάει σαπούνι και τα πάρουν τα δάκρυα.

(Από το βιβλίο «γυναικών- μικρές και πολύ μικρές ιστορίες», Εκδόσεις Μελάνι)

ΜΗΤΕΡΑ, Ανδρέας Μαλόρης

Γιατί να σε θυμάμαι πάντα έτσι;
Έξω στο κατώφλι
με το κόσκινο στην ποδιά σου
καθάριζες στάρι, μπορούσε και σησάμι
ή και φακές.
Τα περιστέρια στην ταράτσα
μετρούσαν τ’ άχρηστα σπόρια.
Μετρούσαν τις ώρες, τους κόπους, τα δάκρυα
κείνη την απέραντη λίμνη μοναξιάς
που χανόσουνα μετρούσαν, μετρούσαν.

Άνοιγα το ξωπόρτι,
έτριζε αυτό και μετά γαλήνη σαν σε παλιά εκκλησιά
που ο Χριστός σε κοιτάζει
κάθε φορά για πρώτη φορά.
Μα ναι, θα ‘ταν Άνοιξη τότε
στα μάγουλά σου άνθιζε μια ανεμώνη
και γινόμουν ξανά μωρό στο στήθος σου
ήθελα να την κόψω και με φίλαγες.
«Το φαΐ είναι στο τραπέζι»
αχνιστό με μια δόση αμέτρητης αγάπης.
«Μητέρα έκλαψες πάλι σήμερα;»
Το φαγητό ήταν αλμυρό.

‘Έξω το κόκκινο,
αμέριμνο αμέτοχο
ταξιδεύει μ’ έκσταση παλινδρομική
το στάρι
χιλιάδες μικρές παλάμες
ζητωκραυγάζουν
χιλιάδες μικρά χειροκροτήματα
για σένα
που χανόσουν σε μιαν έκσταση
παλινδρομική,
που χάθηκες.

(Από την ποιητική συλλογή «Τα τριάντα ποιήματα», αυτοέκδοση, Κύπρος, 1983)

ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ, Γιάννης Βαρβέρης

Η πόλη με οβελίες αλλού γιορτάζει.
Σταθμός Πελοποννήσου
κι απομεσήμερο του Πάσχα σε παγκάκι
μόνον εσύ κι εγώ καθόμαστε, μητέρα.
Είμαστε γέροι πια κι οι δυο
κι εγώ αφού γράφω ποιήματα
πιο γέρος.
Αλλά πού πήγανε τόσοι δικοί μας;
Μέσα σε μια βδομάδα
δεν απόμεινε κανείς.
Ήταν Μεγάλη βέβαια
γεμάτη πάθη, προδοσίες, σταυρώσεις-
θέλουν πολύ για να υποκύψουν οι κοινοί θνητοί;
Έτσι ακριβώς, από τα Βάγια μέχρι σήμερα
θα ‘πρεπε κάπως να ‘χαμε κι εμείς χωρέσει.
Όμως το Πάσχα τέλειωσε, μητέρα.
Κι εμείς τι θ’ απογίνουμε
σ’ ένα παγκάκι
αθάνατοι
καθώς νυχτώνει;

(Γιάννης Βαρβέρης, Ο άνθρωπος μόνος, 2009)

Ημέρα της μητέρας, Ιωάννης Ν. Κυριαζής

Παντού ρυτίδες που απλώνουν
σαν χαρακιές στην έρημο
από το φύσημα του χρόνου
κι ελιές
σαν τρυφερές Αλεξάνδρειες
χαμένες στην Ασία.

Πώς γερνούν τα μάτια μου επάνω σου,
μητέρα!

(Χρονοθύελλα, 2012)

Leon Cogniet, ο φόνος των αθώων

ΑΣΚΗΣΗ

Ζητάμε από τους μαθητές του Λογοτεχνικού Εργαστηρίου, αφού μελετήσουν τα κείμενα, να σχολιάσουν γιατί οι ποιητές χρησιμοποιούν τον διάλογο και το ερωτηματικό στην ποίηση; Ποια η λειτουργία και ο ρόλος τους στο ποιητικό κείμενο;

Οι απαντήσεις την επόμενη εβδομάδα.

Σχολιάστε