η ερωτική ζωή των αρχαίων Ελλήνων

Ποια ήταν τα ερωτικά ήθη και οι σεξουαλικές συμπεριφορές στην Αρχαία Ελλάδα?

Το συμπόσιο του Πλάτωνα, έργο του Γερμανού ζωγράφου Άνσελμ Φόιερμπαχ (Anselm Feuerbach, 1829-1880). Alte Nationalgalerie (Old National Gallery), Βερολίνο.

Οι μαρτυρίες για την ερωτική ζωή των Αρχαίων Ελλήνων είναι τόσο αντιφατικές και αποσπασματικές, που εύκολα, επιλέγοντας μεμονωμένα κομμάτια, μπορείς να σχηματίσεις το πάζλ μίας συντηρητικής κοινωνίας ή μίας ελευθεριάζουσας κοινωνίας ή ακόμα και μίας κοινωνίας στην οποία επικρατεί η ομοφυλοφιλία. Και οι τρεις εκδοχές όμως θα ήταν πλασματικές…


Αντί άλλης εισαγωγής, θα μπούμε στο θέμα με ένα μύθο. Πρόκειται για το μύθο του Αριστοφάνη στο Συμπόσιον του Πλάτωνα.

Ο μύθος του Αριστοφάνη

Το Συμπόσιο, ένας από τους πιο φιλοσοφικούς αλλά συνάμα και πιο χαρίεις και πνευματώδεις διαλόγους του Πλάτωνα, είναι το κατ’ εξοχήν ερωτικό έργο του φιλοσόφου. Άλλωστε ο εναλλακτικός του τίτλος είναι Περί Έρωτος ηθικός. Στο Συμπόσιο λοιπόν λαμβάνουν μέρος ο Σωκράτης, βεβαίως, μόνιμος πρωταγωνιστής στους διαλόγους του Πλάτωνα, και μια ομάδα εκλεκτών Αθηναίων που συναντιούνται στο σπίτι του τραγικού ποιητή Αγάθωνα για να εορτάσουν την πρώτη του νίκη σε δραματικούς αγώνες. Το περιεχόμενο του διαλόγου είναι η φύση του Έρωτα. Κάθε συνδαιτυμόνας παίρνει με τη σειρά του το λόγο για να εκθέσει τις απόψεις του για το θέμα. Τελευταίος θα μιλήσει ο πιο ειδήμων περί τα ερωτικά, ο δαιμόνιος εραστής, ο Σωκράτης. Ανάμεσα στους συμποσιαστές είναι και ο Αριστοφάνης, ο γνωστός κωμικός ποιητής. Κάποτε έρχεται και η δική του σειρά να μιλήσει. Μάλιστα ο Πλάτων συνδέει την έναρξη της ομιλίας του Αριστοφάνη με ένα ευτράπελο επεισόδιο. Ο Αριστοφάνης από το πολύ φαγητό παθαίνει λόξυγκα, στρέφεται στον γιατρό της παρέας, τον Ερυξίμαχο, για να του προτείνει τρόπους θεραπείας, αυτός το κάνει, και ο Αριστοφάνης παίρνει μετά από λίγο ξανά το λόγο απελευθερωμένος από τον λόξυγκα.

Το συμπόσιο του Πλάτωνα, έργο του Γερμανού ζωγράφου Άνσελμ Φόιερμπαχ (Anselm Feuerbach, 1829-1880). Alte Nationalgalerie (Old National Gallery), Βερολίνο.

Ο κωμικός ποιητής αρχίζει με την περιγραφή της αρχέγονης ανθρώπινης φύσης. Στην αρχή, λέει, ο άνθρωπος ήταν ένα ον με σχήμα σφαιρικό, με τέσσερα χέρια, τέσσερα πόδια και δύο πρόσωπα που κοίταζαν προς αντίθετες κατευθύνσεις, αλλά ενωμένα στην κορυφή σχημάτιζαν το κεφάλι. Τα φύλα αυτών των παράξενων όντων δεν ήταν δύο, όπως σήμερα, αλλά τρία: Το ένα είναι διπλά αρσενικό, το άλλο διπλά θηλυκό και το τρίτο ερμαφρόδιτο. Το πρώτο, το αρσενικό, ήταν, λέει, γέννημα του Ήλιου, το θηλυκό ήταν γέννημα της Γης και το τρίτο της Σελήνης, γιατί και η Σελήνη μετέχει και των δύο: είναι και αστέρι και γη. Τα σφαιροειδή αυτά πλάσματα με τα διπλά πρόσωπα και τα διπλά γεννητικά όργανα, αρσενικά, θηλυκά και ερμαφρόδιτα πηγαίνουν σαν τροχός με τα οκτώ τους άκρα και κάνουν τούμπες στον αέρα σαν ακροβάτες. Επειδή όμως τα φοβερά αυτά τέρατα είχαν μεγάλη δύναμη και αλαζονεία, τα έβαλαν με τους θεούς. Ο Δίας συγκαλεί εκτάκτως συμβούλιο των θεών για να αντιμετωπίσει την κατάσταση και αποφασίζεται να κόψει ο ίδιος με χειρουργική ακρίβεια τα όντα αυτά στα δύο, από πάνω ως κάτω.

Από τότε ο άνθρωπος αποτελεί μόνο το ήμισυ ενός ολόκληρου όντος. Και κάθε τέτοιο ήμισυ περιφέρεται με την παθιασμένη επιθυμία να ξαναβρεί το συμπλήρωμά του. «Έρωτα» λοιπόν ονομάζουμε αυτόν τον πόθο συνένωσης με το χαμένο ήμισυ του αρχικού εαυτού μας. Και κανένας δεν μπορεί να βρει την ευτυχία όσο ο πόθος αυτός μένει ανεκπλήρωτος. Επομένως, ο δεσμός του άνδρα και της γυναίκας αποτελεί την εκ νέου συνένωση των δύο ημίσεων ενός από τα αρχικά αρσενικοθήλυκα όντα. Ενώ κάθε παθιασμένη σχέση δύο προσώπων του ίδιου φύλου είναι εκ νέου συνένωση των ημίσεων ενός διπλά αρσενικού ή διπλά θηλυκού όντος, ανάλογα με την περίπτωση. Αυτός είναι ο μύθος.

Ο μύθος, όπως βλέπετε, έρχεται να δικαιολογήσει και να νομιμοποιήσει μυθολογικά τόσο τον ετεροφυλοφιλικό όσο και τον ομοφυλοφιλικό έρωτα, ο οποίος δεν παρουσιάζεται ως παρέκκλιση από την ομαλή σεξουαλικότητα. Αυτά θα είναι και τα πεδία αναφοράς της σημερινής μας εισήγησης.

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Πριν όμως ξεκινήσω, θα μου επιτρέψετε να κάνω κάποιες απαραίτητες, κατά τη γνώμη μου, προκαταρκτικές παρατηρήσεις και διευκρινίσεις για να εισχωρήσουμε όσο το δυνατόν πιο κριτικά και απροκατάληπτα στο θέμα μας.

Ι

Το θέμα μας είναι ο έρωτας στην Αρχαία Ελλάδα. Αλλά τι δηλώνει ο όρος Αρχαία Ελλάδα; Η Αρχαία Ελλάδα είναι ένα πολυσύνθετο και πολυμερές γίγνεσθαι κατά χρόνο και κατά τόπο. Και ο Όμηρος είναι αρχαία Ελλάδα και ο Πλούταρχος είναι αρχαία Ελλάδα, αλλά απέχουν μεταξύ τους 800 περίπου χρόνια. Όσα απέχουμε εμείς σήμερα από την 4η Σταυροφορία στο Βυζάντιο. Από την άλλη, αρχαία Ελλάδα είναι βεβαίως η Αθήνα, αλλά και η Σπάρτη και η Κρήτη και η Λέσβος αλλά και η Ιωνία και η Μεγάλη Ελλάδα και οι άλλες απανταχού ελληνικές πόλεις. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του αρχαιοελληνικού πολιτισμού είναι ο πλουραλισμός και η πολυμέρεια που του εξασφάλιζε το σύστημα των πόλεων-κρατών. Κάθε πόλη έχει τη δική της νομοθεσία και κοινωνική οργάνωση που πολλές φορές μπορεί να διαφέρει ριζικά από τη νομοθεσία άλλων πόλεων – κρατών. Είναι φανερό λοιπόν ότι θα συναντήσουμε μεγάλες αλλαγές στα ήθη και στις νοοτροπίες όχι μόνο από πόλη σε πόλη αλλά και στην ίδια πόλη.

Η παρουσίασή μας σήμερα μοιραία θα επικεντρωθεί στη Αθήνα της κλασικής περιόδου, δευτερευόντως σε άλλες περιοχές του ελληνικού κόσμου. Τούτο δεν οφείλεται σε αφόρητο αθηναιοκεντρισμό αλλά στο γεγονός ότι από την Αθήνα έρχονται οι περισσότερες μαρτυρίες που έχουμε για την ερωτική συμπεριφορά και τα σεξουαλικά ήθη στην ελληνική αρχαιότητα.

ΙΙ

Θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι όταν προσεγγίζουμε μια διαφορετική εποχή ή διαφορετικές από μας κοινωνίες δεν θα πρέπει να τις βλέπουμε με τις δικές μας ηθικές αντιλήψεις, αλλά με τις δικές τους. Οφείλουμε δηλαδή να προσπαθήσουμε να απαλλαγούμε από τις δικές μας προκαταλήψεις και τις δικές μας νοοτροπίες και να προσπαθήσουμε να δούμε εκείνη την εποχή όπως πραγματικά ήταν για τους ανθρώπους που τη διαμόρφωσαν και τη βίωναν. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ηθική είναι κάτι το ρευστό, κάτι το μεταβαλλόμενο, και ότι οι ηθικές αντιλήψεις αλλάζουν από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή. Κάτι το οποίο είναι ηθικό σε μας σήμερα μπορεί να είναι ανήθικο αύριο, και ό,τι θεωρείται σήμερα ανήθικο μπορεί να ήταν ηθικό σε μια προηγούμενη εποχή.

ΙΙΙ

Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Έχει αλλάξει η ερωτική ηθική από την αρχαιοελληνική περίοδο ως σήμερα;

Απάντηση: Έχει αλλάξει άρδην! Και για τούτο καθοριστικό ρόλο έχει παίξει σ’ ένα μεγάλο βαθμό ο Χριστιανισμός. Η ερωτική ζωή των αρχαίων Ελλήνων απεικονίζει το ιδεολογικό υπόβαθρο και το αξιακό σύστημα ενός κόσμου που έχει ανεπιστρεπτί παρέλθει. Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι ο αρχαιοελληνικός κόσμος είναι πυρηνικά διαφορετικός από τον χριστιανικό.

Ο αρχαίος Έλληνας είναι άνθρωπος του παρόντος κόσμου, του εδώ και του τώρα. Απολαμβάνει τις χαρές της ζωής και την ηδονή του έρωτα. Ο χριστιανός άνθρωπος θεωρεί τον παρόντα κόσμο προσωρινό και εφήμερο. Αλλού είναι η αληθινή ζωή: στην βασιλεία των ουρανών! Για να την κερδίσει αυτοπεριορίζεται, είναι εγκρατής, νηστεύει, απέχει από τις ηδονές. Τουλάχιστον αυτό ήταν το πρότυπο των χριστιανών.

Δίας και Γανυμήδης

Δείτε πως αντανακλάται αυτή η διαφορά στην θρησκεία των μεν και των δε. Στους Έλληνες οι θεοί έκαναν όλα όσα θα ήθελαν να κάνουν οι άνθρωποι. Ερωτεύονται, ζηλεύουν, μοιχεύονται. Όλες οι ερωτικές φαντασιώσεις και οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες τους εξεικονίζονται στη δράση των θεών. Ο Δίας είναι το πρότυπο του ουράνιου εραστή που έλκεται από κάθε όμορφο θηλυκό, είτε είναι θεά, είτε νύμφη, είτε θνητή. Μετέρχεται κάθε μεταμόρφωση, γίνεται ταύρος, κύκνος, χρυσή βροχή προκειμένου να σμίξει μαζί της. Ο Δίας, όμως, ερωτεύτηκε, εκτός από γυναίκες, και τον όμορφο Γανυμήδη που τον απήγαγε στον Όλυμπο και τον έκανε οινοχόο του για να τον έχει πάντα κοντά του. Έτσι ο αναγνωρισμένος και ευρύτατα διαδεδομένος στους Έλληνες θεσμός της παιδεραστίας βρήκε και την αντίστοιχη θρησκευτική δικαίωση.

Η Αφροδίτη είναι η θεά του Έρωτα. Είναι ακατανίκητη και στα θέλγητρά της κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί, αθάνατος ή θνητός. Κι αν το καταφέρει κάποιος, τότε, αφού καταστρατηγεί τον φυσικό νόμο και εναντιώνεται σε τελευταία ανάλυση στην ίδια τη ζωή, θα καταστραφεί, όπως ο Ιππόλυτος.

Από όλα αυτά και άλλα πολλά που θα είχαμε να πούμε (για τις ερωτοδουλειές των ελληνικών θεών θα μπορούσε να γραφεί ολόκληρο βιβλίο), γίνεται φανερή η μεγάλη διαφορά με την ιουδαιοχριστιανική αντίληψη που θέλει τον θεό ανέραστο. Το σώμα (η σάρκα) θεωρείται το όργανο του πειρασμού με το οποίο ο σατανάς δελεάζει και συνεπώς εξαιτίας του ο άνθρωπος χάνει την αιώνια ζωή, εφόσον υποκύψει στις επιθυμίες του. Ο περιορισμός της σάρκας είναι το ζητούμενο. Ακραία εκδοχή αυτής της αντίληψης είναι ο ασκητισμός και ο αναχωρητισμός.

Τη διαφορά στις αντιλήψεις των δύο κόσμων μπορούμε να την δούμε καθαρά όπως αντανακλάται στη τέχνη. Το ιδεώδες του έλληνα ανθρώπου είναι η πλήρης κατάφαση της ζωής και της αισθητικής απόλαυσης που προσφέρει ο θαυμασμός της ρώμης, του σφρίγους και της ομορφιάς. Εξ ου και η αγάπη προς το γυμνό. Αντίθετα ο χριστιανός αποστρέφεται το γυμνό, συστέλλεται, εντρέπεται. Στο χριστιανικό ιδεώδες ανταποκρίνεται ο ασκητής με το οστεώδες και εξαϋλωμένο σώμα, ταλαιπωρημένο από τις εκούσιες κακουχίες και τις εξαντλητικές νηστείες. Η σάρκα πρέπει να περιορίζεται και να τιμωρείται για να κερδηθεί η ψυχή.

Επανέρχομαι και κλείνω τις προκαταρκτικές μου παρατηρήσεις. Η σημερινή μου παρουσίαση θέλω να είναι επιστημονική. Και η επιστήμη δεν ηθικολογεί. Δεν την ενδιαφέρει αν κάτι είναι ηθικό ή ανήθικο. Είπαμε ότι η ηθική μεταβάλλεται. Αυτό που θηρεύει είναι το όντως αληθές, η απροκατάληπτη αλήθεια. Άρα στόχος μας δεν είναι ούτε να κατακρίνουμε ούτε να εγκρίνουμε. Ευτυχώς, η επιστήμη έχει ξεφύγει από τα διλήμματα αυτά. Στόχος μας είναι να κρίνουμε, δηλαδή να κατανοήσουμε. Και νομίζω πως αυτό είναι το πιο έντιμο που μπορούμε να κάνουμε προς τους αρχαίους Έλληνες. Όχι βεβαίως να τους καταδικάσουμε μονοκόμματα και αφοριστικά αλλά όχι –ακόμη χειρότερο– και να παρασιωπήσουμε την αλήθεια.

Πηγές για την ερωτική συμπεριφορά των αρχαίων Ελλήνων

Πού τα ξέρουμε όλα αυτά που θέλω να σας παρουσιάσω σήμερα; Είναι φανερό πως είναι πολύ δύσκολο να μάθει κανείς τι κάνουν ακριβώς δυο (ή – ενδεχομένως – και περισσότεροι) άνθρωποι όταν συνευρίσκονται ερωτικά. Για να το μάθουμε πρέπει να έχουμε τη μαρτυρία ενός απ’ αυτούς. Από την άλλη πάλι, είναι κοινός τόπος ότι δεν θα πρέπει να εμπιστεύεται κανείς τις δηλώσεις οποιωνδήποτε σχετικά με το σεξ, ιδιαίτερα σε σχέση με τον εαυτό τους. Όταν μάλιστα οι δηλώσεις αυτές αφορούν συμπεριφορές και πρακτικές πριν από 2000 και παραπάνω χρόνια, τότε η ανάγκη για προσεκτικό έλεγχο είναι πολύ πιο επιτακτική.

Από πού λοιπόν αντλούμε πληροφορίες για την ερωτική συμπεριφορά των αρχαίων Ελλήνων;

Οι πηγές μας είναι κατά βάση δύο ειδών: οι φιλολογικές μαρτυρίες, δηλαδή κείμενα ποιητών, πεζογράφων, φιλοσόφων και ρητόρων, και οι εικαστικές μαρτυρίες, δηλαδή εικόνες πάνω σε αγγεία. Μια γενική παρατήρηση που μπορούμε να κάνουμε είναι ότι όλες οι πηγές που διαθέτουμε προέρχονται από άνδρες (εξαίρεση μόνον αποτελεί η Σαπφώ) και απηχούν στο μεγαλύτερο μέρος τους την κυρίαρχη ανδρική αριστοκρατική ιδεολογία εκείνης της εποχής.

Τα λογοτεχνικά έργα παρουσιάζουν κενά και είναι εν πολλοίς μεροληπτικά. Εξ άλλου τα διάφορα είδη της γραμματείας είχαν τους δικούς τους κανόνες. Οι κωμωδιογράφοι (κυρίως ο Αριστοφάνης) επιδίωκαν να προκαλέσουν το γέλιο με τις σεξουαλικές ιδιορρυθμίες και τα ελαττώματα των σύγχρονων Αθηναίων. Τα αστεία όμως δεν αντιστοιχούν πάντοτε με όσα συνέβαιναν στην καθημερινή ζωή. Οι φιλόσοφοι (ο Πλάτων, ας πούμε) επιδίωκαν να προβάλλουν κανονιστικά πρότυπα συμπεριφοράς, ενώ η πραγματικότητα ήταν αναμφίβολα λιγότερο εξιδανικευμένη, λιγότερο «τακτοποιημένη» και πιο άναρχη. Οι ρήτορες, που μας προσφέρουν πολλές πληροφορίες πάνω σε διάφορες πλευρές του θέματος, απευθύνονταν σε άνδρες δικαστές και έπρεπε να υποστηρίξουν την υπόθεση του πελάτη τους με πειστικά επιχειρήματα.

Από την άλλη μεριά, σχετικά με τις σωζόμενες παραστάσεις πάνω σε αγγεία, στην πλειονότητά τους επικεντρώνονται στην αστική ζωή, και είναι απαραίτητο να λαμβάνουμε υπόψη ποια αλήθεια επιδίωκαν πιθανώς να εκφράσουν και για ποιους θεατές και για ποιες περιστάσεις είχαν δημιουργηθεί. Παρ’ όλο που στη γλυπτική υπάρχει σαφής προτίμηση στο ανδρικό γυμνό σώμα, η αθηναϊκή αγγειογραφία, είτε η πρώιμη μελανόμορφη, είτε η μεταγενέστερη ερυθρόμορφη, παρουσιάζει σκηνές με ερωτικά ζεύγη όλων των ειδών και αποτελεί, παρά τις ελλείψεις της, την πληρέστερη μαρτυρία για τη σεξουαλική συμπεριφορά.

* * *

Η σημερινή μου εισήγηση δεν θέλω να είναι (ή να είναι μόνο) ένα απάνθισμα από ιδιόρρυθμες για μας σήμερα – και γι’ αυτό γαργαλιστικές και πικάντικες – σκηνές από την ερωτική ζωή και τη σεξουαλική δράση των αρχαίων Ελλήνων, αλλά να στοχεύει πρωταρχικά στην εξήγηση τού γιατί οι άνθρωποι αυτοί συμπεριφέρονταν έτσι. Τούτο δεν είναι δυνατόν να γίνει αν δεν εξετάσουμε την δομή της κοινωνίας και της οικογένειας στην αρχαία Ελλάδα.

Δεν είναι δυνατόν να εννοήσουμε πλήρως το ερωτικό φαινόμενο στην αρχαία Ελλάδα, εάν δεν έχουμε κατά νου ότι το κοινωνικό της σύστημα και η πολιτειακή της δομή στηριζόταν καθαρά σε μια λέσχη ανδρών. Επρόκειτο για ένα ανδροκρατούμενο, πατριαρχικό club.

Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός ορίζεται μεταξύ δύο κατά βάση πόλων, του πολέμου και της πολιτικής. Και στα δύο αυτά η γυναίκα δεν συμμετέχει. Από την εποχή των ηρώων ως τους χρόνους του Αλέξανδρου οι άνδρες πολεμούν κι ο πόλεμος είναι αυτός που ορίζει τη μοίρα των πόλεων, την εξέλιξη των κοινωνιών, τις ηγεμονίες και την παρακμή τους. Η αφήγηση της ιστορίας του αρχαίου ελληνικού κόσμου είναι η αφήγηση μιας ιστορίας, όπου οι άνδρες είναι οι μοναδικοί πρωταγωνιστές, μια ιστορία την οποία αφηγούνται άνδρες για άνδρες. Τα ιστορικά στοιχεία που έχουμε για την αρχαία Ελλάδα μας παραπέμπουν σε μια κατάσταση απόλυτης ανδρικής επικράτησης και επιβολής αυστηρής πατριαρχίας.

Ας κάνουμε εδώ μιαν παρένθεση και μια διευκρίνιση σχετικά με την ορολογία: πατριαρχία – μητριαρχία. Σύμφωνα με μια επιστημονική υπόθεση, που έχει όμως σοβαρότατες ενδείξεις αληθείας, οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν ήταν εξ αρχής δομημένες με βάση την υπεροχή του άνδρα και την πατρογραμμική κληρονομική διαδοχή. Υπήρχε, λένε, μια αρχέγονη κατάσταση στις ανθρώπινες κοινωνίες, όπου υποκείμενο αναφοράς δεν ήταν ο άνδρας αλλά η γυναίκα. Είναι η περίοδος που οι άνθρωποι αγνοούν τον αναπαραγωγικό ρόλο του άνδρα, που δεν υπάρχει αιτιακή σύνδεση ανάμεσα στην σεξουαλική επαφή και τη γέννηση του παιδιού. Στις κοινωνίες αυτές επικρατεί καθεστώς ελευθερομιξίας. Η γυναίκα έρχεται σε σεξουαλική επαφή με πολλούς άνδρες και τα παιδιά που γεννιούνται ξέρουν πολύ καλά από μια μητέρα γεννήθηκαν, αγνοούν όμως τον πατέρα. Γι’ αυτό και ο προσδιορισμός της διαδοχής είναι μητρογραμμικός.

Τη θεωρία αυτή ανέπτυξε πρώτος ο (γερμανόφωνος) Ελβετός Johann J. Bachofen, ο οποίος ξεκίνησε ως νομικός αλλά οι μελέτες του τον καθιέρωσαν ως τον ιδρυτή τής επιστήμης της εθνολογίας. Το 1861 εξέδωσε το βασικό του βιβλίο με τίτλο Mutterrecht (Μητρικό δίκαιο). Τον όρο μητριαρχία – κατ’ αναλογίαν προς το πατριαρχία – εισήγαγε αργότερα ο αμερικανός Lewis Morgan που μελέτησε τις κοινωνίες των ιθαγενών Ινδιάνων. Ο όρος όμως μητριαρχία δεν είναι ορθός γιατί υπονοεί ότι στις αντίστοιχες μορφές κοινωνικής οργάνωσης άρχει, δηλαδή εξουσιάζει η μητέρα. Αυτό όμως δεν είναι αλήθεια, γιατί στις κοινότητες αυτές οι μητέρες δεν χρησιμοποιούν τη λανθάνουσα δύναμή τους για να εξουσιάζουν τους άνδρες- συντρόφους τους, τους πατέρες ή τους γιους τους. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η χαρακτηριστική διαφορά από την πατριαρχία, που είναι ένα γνήσια εξουσιαστικό σύστημα. Καλύτερα να προτιμάται ο όρος μητρισμός και μητριστικός, που τονίζει τον κεντρικό ρόλο της μητέρας χωρίς να υπονοεί εξουσία.

Το ερώτημα, τώρα, είναι πότε και πώς από τη μητριστική αυτή κατάσταση περάσαμε στην πατριαρχία.

Η πατριαρχία πρέπει να συνδέεται με τη νεολιθική ή παραγωγική επανάσταση, δηλαδή με το πέρασμα από το στάδιο της τροφοσυλλογής στο στάδιο της παραγωγής, αγροτικής και κτηνοτροφικής. Όλες οι ενδείξεις οδηγούν στο ότι η κοσμογονική αυτή μεταβολή έλαβε χώρα στο χρονικό διάστημα από το 10.000 ως το 7000 π.Χ. στη περιοχή της Μεσοποταμίας, κι από εκεί διαδόθηκε. Για πρώτη φορά στην ιστορία του, ο άνθρωπος γίνεται παραγωγός της τροφής του. Δεν την παίρνει πια κατ’ ευθείαν από τη φύση αλλά από τη γεωργία και την κτηνοτροφία, διά μέσου δηλαδή καταστάσεων, που ο ίδιος δημιουργεί και ελέγχει. Έτσι παύει να αποτελεί ο ίδιος ένα κομμάτι της φύσης και αρχίζει να ελέγχει το περιβάλλον.

Στις αρχέγονες μητριστικές κοινωνίες ισχύει, όπως είπαμε, η ελευθερομιξία. Κανένας δεν σπαζοκεφαλιάζει ψάχνοντας να βρει σε ποιον ανήκει το παιδί, όσο το παιδί δεν αντιμετωπίζεται ακόμα ως ιδιοκτησία. Ο άνθρωπος μαθαίνει να σκέφτεται ως ιδιοκτήτης μόνο όταν η παραγωγή ειδών διατροφής έχει προχωρήσει τόσο πολύ, ώστε να αφήνει πλεόνασμα. Το πλεόνασμα τροφής επιτρέπει για πρώτη φορά τη συσσώρευση ιδιοκτησίας, η συσσώρευση ιδιοκτησίας επιτρέπει για πρώτη φορά την κληρονομική μεταβίβασή της και η κληρονομική μεταβίβαση της ιδιοκτησίας επιβάλλει για πρώτη φορά την εξακρίβωση της πατρότητας. Τότε λοιπόν επιβάλλεται η μονογαμία για να ξέρει ο άνδρας ποια είναι τα δικά του παιδιά.

Τώρα, λοιπόν, μπορεί να καταλάβει κανείς γιατί απαγορεύεται η μοιχεία. Όταν πρόβαλε για πρώτη φορά η έννοια της μοιχείας, σήμαινε κάτι ολότελα διαφορετικό απ’ ό,τι σήμερα: σήμαινε μια μορφή κλοπής. Η σύζυγος που συνουσιαζόταν με έναν άλλο άνδρα μπορούσε να μείνει έγκυος από αυτόν. Αν ο σύζυγος δεν το καταλάβαινε αυτό, μεγάλωνε ένα νόθο παιδί που τον κληρονομούσε, δηλαδή τον έκλεβε. Γιατί, σύμφωνα με το πατριαρχικό έθιμο, κληρονόμος του πατέρα μπορούσε να είναι μόνο ο βιολογικός του γιος.

Η μονογαμία λοιπόν ήταν μια επινόηση του άνδρα γιατί έτσι μόνο μπορούσε να ελπίζει ότι τα παιδιά της γυναίκας του ήταν και δικά του παιδιά. Η γυναίκα, αντίθετα, ήξερε πάντα ποιο παιδί ήταν δικό της και γι’ αυτό δεν είχε λόγο να απαιτεί την αποκλειστική κυριότητα του συζύγου της. Αν οι γυναίκες, αργότερα, έγιναν υπέρμαχοι της αυστηρής μονογαμίας, το έκαναν γιατί ήθελαν να διατρέφονται από τον άνδρα. Έτσι η γυναίκα με την επιβολή της μονογαμίας κέρδισε τη συντήρησή της, αλλά έχασε την ελευθερία της.

Αυτή η μετάβαση από τη μητριστική κοινωνία στο σύστημα της πατριαρχίας, το πέρασμα από το πατρικό στο μητρικό δίκαιο, αποτυπώνεται μυθολογικά, κατά μία ευφυή ερμηνεία, στην Ορέστεια του Αισχύλου. Ο Ορέστης σκότωσε την μητέρα του, διότι, ισχυρίζεται, η Κλυταιμήστρα διέπραξε διπλό έγκλημα απέναντί του, γιατί δεν σκότωσε μόνο τον άνδρα της, αλλά και τον πατέρα του. Γιατί λοιπόν οι Ερινύες καταδιώκουν αυτόν, δηλαδή τον Ορέστη, και όχι εκείνη, την Κλυταιμήστρα, που ήταν πολύ πιο ένοχη; Η απάντηση είναι: «Εκείνη δεν ήταν ομοαίματη συγγενής του άνδρα που σκότωσε». Αυτή η απάντηση, που σήμερα μας φαίνεται σχεδόν ακατανόητη, φανερώνει πολύ καθαρά τη λογική ενός μητριστικού συστήματος. Για τις Ερινύες, η μητροκτονία βαραίνει περισσότερο από τη συζυγοκτονία, γιατί βλέπουν τη δομή της κοινωνίας από μητριστική σκοπιά. Ο Απόλλων διαφωνεί, γιατί αντιπροσωπεύει τη νέα τάξη πραγμάτων, το θεσμό της μονογαμίας, την πρωτοκαθεδρία του πατέρα-«σπορέα».

Ακούστε τι λέει ο Απόλλων (Ευμενίδες, 658-661):

Μάνα δεν είναι όποια γεννά αυτό που λέει

παιδί της. Το σπόρο τρέφει στην κοιλιά μονάχα.

Αυτός που σπέρνει γεννά κι αυτή σαν ξένη

το φύτρο συντηρεί… (μετάφραση: Κ.Χ. Μύρης)

Σύμφωνα λοιπόν με τον Απόλλωνα, ο πατέρας «σπέρνει» το παιδί στη μήτρα της γυναίκας και γι’ αυτό έχει τα περισσότερα δικαιώματα πάνω του, ενώ σύμφωνα με την αντίληψη που επικρατούσε ως τότε η μητέρα, που δίνει στο παιδί το αίμα της και τη ζωή, είναι η αποκλειστική κάτοχός του και ο πατέρας μένει γι’ αυτήν ένας ξένος.

Μετά από όλη αυτή την εξήγηση ξαναγυρνάμε στον πυρήνα του θέματός μας. Προτού αρχίσουμε να διερευνούμε την ερωτική συμπεριφορά και τα σεξουαλικά ήθη των αρχαίων Ελλήνων, θα πρέπει να προτάξουμε μιαν αλήθεια. Η αλήθεια αυτή είναι ότι η αρχαιοελληνική ηθική είχε την ικανότητα να παραδέχεται την εναλλαγή των ομοφυλοφιλικών και ετεροφυλοφιλικών προτιμήσεων στο ίδιο άτομο.

Κατόπιν αυτής της παραδοχής μπορούμε να οριοθετήσουμε πιο συγκεκριμένα τα πεδία ελεύθερης άσκησης της σεξουαλικότητας των Ελλήνων: είναι ο γάμος, η πορνεία και η παιδεραστία. Η σεξουαλική δραστηριότητα προς τα άγαμα κορίτσια και τις παντρεμένες γυναίκες άλλων ανδρών δεν επιτρεπόταν. Υπήρχε ταμπού και κοινωνικό στίγμα. Από τα ελεύθερα πεδία που αναφέραμε, τα δύο πρώτα, ο γάμος και η πορνεία αποτελούν καταστάσεις που εμφανίζονται σε όλες σχεδόν τις οργανωμένες κοινωνίες. Αυτό που σκανδαλίζει περισσότερο τον σημερινό άνθρωπο είναι το τρίτο, η παιδεραστία.

Με την πλήρη υποταγή του γυναικείου φύλου, ο υψηλός έρωτας είναι κυρίως προς τους άνδρες. Και για την ακρίβεια προς τα νεαρά αγόρια, τους παίδες, εξ ου και ο όρος παιδεραστία ή, όπως τον έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, παιδικός έρως. Μ’ αυτόν θα ξεκινήσω.

Παιδεραστία

Οι σύγχρονοι ερευνητές προσπάθησαν αντλώντας από τις διάφορες μαρτυρίες να διαμορφώσουν ένα μοντέλο για την ελληνική ομοφυλοφιλία. Το μοντέλο αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «παιδεραστία κοινωνικά αποδεκτή» και θα μπορούσαμε να το σκιαγραφήσουμε ως εξής:

Η σεξουαλική σχέση ήταν μεταξύ ενός εραστή, δηλαδή ενός νέου ενήλικα (περίπου ως 30 χρονών) με ρόλο ενεργητικό, και ενός ερωμένου, δηλαδή ενός εφήβου (περίπου 12 ως 18 ετών) με ρόλο παθητικό. Ο εραστής κυριαρχούσε στη σχέση, ήταν ο «κυνηγός», και παρείχε δώρα (όχι όμως χρήματα) και βοήθεια στον νεότερο που επιδίωκε να γίνει ένα ώριμο μέλος της κοινωνίας, προσφέροντας του κοινωνική υπόσταση, καθώς τον καθιστούσε επίλεκτο σύντροφο, μέλος μιας διακεκριμένης κοινωνικής ελίτ. Αντίθετα, ο ερώμενος είχε το ρόλο του υποδεέστερου και δεχόταν τις κρούσεις του εραστή αρχικά με απροθυμία ή τουλάχιστον με διακριτικότητα. Η σεξουαλική επαφή του μεγαλύτερου με τον νεότερο δεν ήταν συνήθως παρά φύσιν, αλλά γινόταν με το τρίψιμο του ερεθισμένου πέους ανάμεσα στους μηρούς. Όταν το αγόρι γινόταν άνδρας, ήταν η σειρά του να λειτουργήσει ως ο «κυνηγός» εραστής και στην ηλικία των 30 περίπου χρόνων, τον αποδεκτό χρόνο για γάμο, οι άνδρες εγκατέλειπαν την ομοφυλοφιλία για το φυσιολογικό έγγαμο βίο. Η κοινή γνώμη επέκρινε δριμύτατα τους άνδρες που συνέχιζαν να έχουν τον ρόλο τού υποταγμένου ερωμένου μετά την ενηλικίωσή τους ως εκθηλυσμένους, και εάν δέχονταν χρήματα για τις υπηρεσίες τους, μπορούσαν να στερηθούν τα πολιτικά τους δικαιώματα.

Αυτό είναι, θα λέγαμε, εν συντομία το προφίλ μιας «κανονικής» ομοφυλοφιλικής σχέσης. Μολονότι υπάρχει μεγάλη δόση αλήθειας σ’ αυτό το μοντέλο, είναι μια πολύ απλουστευμένη και εξευγενισμένη εκδοχή της πραγματικότητας, η οποία ήταν ασφαλώς πολυπλοκότερη και λιγότερο τακτοποιημένη.

Νέος άνδρας και έφηβος συνευρίσκονται σε μηριαία συνουσία, μελανόμορφη αγγειογραφία Αττικού κυπέλλου, 550 π.Χ. – 525 π.Χ., Λούβρο.

Προέλευση του θεσμού

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Πολύ μελάνι έχει χυθεί σχετικά με την προέλευση του θεσμού της ομοφυλοφιλίας στη αρχαία Ελλάδα. Πρέπει να πούμε ότι τίποτε δεν είναι επακριβώς γνωστό. Κατά πάσα πιθανότητα, όμως, είναι γέννημα της ζωής του στρατοπέδου και ανήκει σε εποχές μεταναστεύσεων και νομαδικών περιπετειών πολεμικών στιφών, κατά τις οποίες οι γυναίκες λείπουν ή είναι αριθμητικά ανεπαρκείς. Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι εμφανίζεται και σε άλλους αρχαίους λαούς με τέτοια χαρακτηριστικά (π.χ. οι Γαλάτες, οι αρχαίοι Γερμανοί), και κυρίως από το γεγονός ότι και κατόπιν συνδέεται με την πολεμική ζωή, τα στρατιωτικά καθήκοντα και τη γυμναστική.

Κατά μία θεωρία πίσω από το έθιμο αυτό υποκρύπτεται η πρωτόγονη πίστη ότι η ανδρική δύναμη και ζωτικότητα μπορεί να μεταβιβαστεί από τον ώριμο άνδρα στον ανώριμο μέσω μιας πράξης υλικής και ορατής.

Άνδρας διεγείρει ένα αγόρι. Μουσείο Ashmolean, Οξφόρδη. Γύρω στα 480 π.χ.

Όπως γνωρίζετε, ο πόλεμος έπαιζε μεγάλη σημασία στη ζωή των αρχαίων λαών. Έχει παρατηρηθεί ότι ο παιδικός έρως χρησιμοποιήθηκε από νωρίς για να αναπτύξει το αίσθημα της τιμής στον πόλεμο. Για τους αρχαίους αποτελούσε βεβαιότητα ότι ο ερωτισμός αυξάνει πάντοτε στο αρσενικό τη μαχητικότητα και πολλαπλασιάζει τις δυνάμεις του. Οι Έλληνες είχαν να διηγούνται ένα πλήθος σχετικών παραδειγμάτων. Ο Πλούταρχος π.χ. μας αναφέρει στον Ερωτικό του το παράδειγμα ενός πολεμιστή, ο οποίος στη μάχη γλίστρησε κι έπεσε πρηνής. Ο εχθρός ήταν έτοιμος να τον κτυπήσει κι εκείνος τον παρακάλεσε να περιμένει λίγο να γυρίσει ανάσκελα, ώστε να μην τον δει ο ερώμενός του πληγωμένο στα νώτα.

Σύμφωνα με το Πλάτωνα, οι εισαγωγείς του θεσμού στην Ελλάδα ήταν οι Δωριείς. Πραγματικά, οι πηγές μάς μαρτυρούν ότι στις δωρικές πολιτείες ο παιδικός έρως ήταν θεσμός αναγνωρισμένος. Αναφέρω μερικές δειγματοληπτικά:

Στη Σπάρτη η σχέση του εραστή προς τον ερώμενο εθεωρείτο τόσο νόμιμη, ώστε ο εραστής επείχε θέση κηδεμόνα και ήταν υπεύθυνος απέναντι στην πολιτεία και την κοινωνία για τις παρεκτροπές του νεαρού.

Στη Θήβα, είναι γνωστό ότι η ιδεώδης οργάνωση του στρατεύματος στηριζόταν σε ζεύγη εραστών και ερωμένων. Διάσημος υπήρξε ο Ιερός Λόχος, θεσμός πολύ παλαιός, που αναδιοργανώθηκε τον 4Ο  αιώνα λίγο πριν από τη μάχη των Λεύκτρων. Τα ζευγάρια δεσμεύονταν μεταξύ τους με όρκο, που έδιναν στο ιερό του Ιολάου, του φίλου του Ηρακλή. Γι’ αυτό ονομάζονταν ιερός ο Λόχος. Ο ηρωισμός των ανδρών του σώματος αυτού υπήρξε ξεχωριστός, όπως τον έδειξαν και στα Λεύκτρα και στη Μαντίνεια και, τέλος, στη Χαιρώνεια, όπου μόνοι αυτοί μέσα στην άτακτη φυγή των αθηναϊκών όχλων αντιτάχθηκαν στους Μακεδόνες.

Στην Κρήτη, κατ’ εξοχήν δωρική περιοχή, η παιδεραστία αποκτά και μιαν ιδιαίτερη εθιμοτυπία. Ο ιστορικός Έφορος, όπως τον διασώζει ο Στράβων, αναφέρει ότι οι Δωριείς εισήγαγαν αυτό το έθιμο στην Κρήτη, όταν την κυρίεψαν τον 11 αι. π.Χ. Αναφέρει ο Έφορος (Στράβων, 10.4.21):

«Οι Κρήτες δεν αποκτούν το ερώμενό τους με την πειθώ αλλά με την αρπαγή. Ο εραστής λέει στους συγγενείς του νέου τρεις ή περισσότερες μέρες νωρίτερα ότι σκοπεύει να τον απαγάγει. Θα ήταν γι’ αυτούς μεγάλη ντροπή αν έκρυβαν το νέο ή ματαίωναν το σχέδιο, γιατί έτσι θα ομολογούσαν ότι ο βλαστός τους είναι ανάξιος του εραστή. Έτσι λοιπόν, αν ο απαγωγέας έχει κοινωνική θέση ισάξια με εκείνη του αγοριού ή ανώτερή του, μαζεύονται και κάνουν πως εναντιώνονται στον απαγωγέα, καταδιώκοντάς τον εικονικά, όπως απαιτεί το έθιμο. Αλλά στην πραγματικότητα αφήνουν μετά χαράς να γίνει η αρπαγή. Αν όμως ο εραστής δεν είναι αντάξιος του νέου, τού τον αποσπούν με τη βία… Άξιο να αγαπηθεί δεν θεωρούν τον ωραίο αλλά τον γενναίο και ευπρεπή έφηβο».

Στη συνέχεια ο Έφορος μας λέει ότι εραστής και ερώμενος ανεβαίνουν στο βουνό για δύο μήνες (δεν επιτρεπόταν περισσότερο), όπου ο έφηβος ασκείται στο κυνήγι, στην πολεμική τέχνη και εν γένει στη σκληραγωγία. Όταν επιστρέφουν, ο εραστής χαρίζει στον νέο μια πολεμική στολή, ένα βόδι και ένα κύπελλο και τον αφήνει ελεύθερο. Ο έφηβος μιλάει για την ερωτική μαεστρία του απαγωγέα του, αν δηλαδή τον ικανοποίησε ή όχι. Ο νόμος επιτρέπει στον έφηβο να εγκαταλείψει αμέσως τον εραστή αν αυτός, στη διάρκεια της απαγωγής, ασκήσει πάνω του βία. Για τους ωραίους εφήβους από αρχοντικό τζάκι ήταν ντροπή να μη βρουν εραστή, γιατί αυτό σήμαινε ότι δεν ήταν αρκετά γενναίοι ή ευπρεπείς. Οι «απαχθέντες», αντίθετα, ήταν περιζήτητοι.

Αφιέρωσα αρκετό χρόνο στην Κρήτη, και τούτο όχι μόνο για λόγους εντοπιότητας. Το παράδειγμα της κρητικής παιδεραστικής εθιμοτυπίας ωθεί αρκετούς ερευνητές τής εθνολογίας και κοινωνικής ανθρωπολογίας να εντοπίζουν στο έθιμο μια τελετουργία μύησης στη ζωή του ενήλικα. Μια διαβατήρια τελετή για το πέρασμα από την εφηβική ηλικία στην ανδρική.

Αφού μιλήσαμε για τη δωρική προέλευση του θεσμού ας εστιάσουμε περισσότερο στην Αθήνα, όπου το φαινόμενο λαμβάνει ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα.

Στην Αθήνα ο παιδικός έρως πρέπει να εισήχθη μαζί με άλλα δωρικά στοιχεία – π.χ. τη γυμναστική, τον δωρικό χιτώνα – ως μόδα στην υψηλή αριστοκρατική τάξη. Παρ’ όλο που από τον έρωτα προς τα αγόρια δεν ήταν αποκλεισμένος κανείς ελεύθερος πολίτης, έστω και χειρωνακτικά εργαζόμενος, στην πραγματικότητα όμως αυτός ο έρωτας ήταν περιορισμένος στον κύκλο των προσώπων, τα οποία διέθεταν την ανάλογη σχόλη. Οι κατ’ εξοχήν χώροι για γνωριμίες και δημοφιλή πεδία δράσης των εραστών ήταν οι παλαίστρες και τα γυμνάσια, όπου οι έφηβοι γυμνάζονταν. Όποιος περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του εκεί, έπρεπε να είναι ανεξάρτητος από τη δουλειά του και απαλλαγμένος από την ανάγκη της βιοτικής μέριμνας. Αυτόν τον τρόπο της σχόλης μπορούσε αρχικά να τον εξασφαλίζει για τον εαυτό του μόνον ο γαιοκτήμων ευγενής.

Ο αρχαίος Αθηναίος έδινε μεγάλη σημασία στη γνώμη που είχαν οι άλλοι άνδρες για τη συμπεριφορά του. Σε μια τόσο μικρή κοινωνία, όπου ο ένας συναγωνιζόταν τον άλλον, και όλοι οι διακεκριμένοι πολίτες ήταν πρόσωπα γνωστά, έφτανε να κυκλοφορήσουν ένας – δυο επιφανείς πολίτες με συντροφιά έναν νέο και ωραίο μαθητή, ώστε να διαδοθεί η συνήθεια. Η σχέση εξυπηρετούσε και τα δύο μέρη. Όσο πιο ωραίος και ευγενής ήταν ο μαθητής, τόσο πιο μεγάλη η αυταρέσκεια του ώριμου άνδρα. Παρομοίως, όσο πιο διακεκριμένος ήταν ο εραστής, τόσο πιο μεγάλη η φιλοφρόνηση για το αγόρι. Η ματαιοδοξία ήταν ένας παράγοντας που χαρακτήριζε και τις δύο πλευρές.

Ο παιδικός έρως, όπως είπαμε παραπάνω, αναπτύχθηκε στα γυμναστήρια, όπου οι νέοι πάλευαν γυμνοί κι εκεί μαζεύονταν οι εραστές. Δύο νομοθετικές ρυθμίσεις ήδη από τον Σόλωνα και τον Δράκοντα οριοθετούν θεσμικά το φαινόμενο:

α) Υπήρχε απαγόρευση στους δούλους να γυμνάζονται και να έχουν παιδεραστικές σχέσεις.

β) Αν κάποιος ελεύθερος νέος εκδίδονταν επί χρήμασι ετιμωρείτο με «ατιμία», δηλαδή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων. Ονομάζονταν ηταιρηκώς και πεπορνευμένος. Η πιο γνωστή περίπτωση ήταν ο Τίμαρχος, ο οποίος δεν άντεξε την ατιμία και αυτοκτόνησε.

Ας δούμε τώρα πιο συγκεκριμένα τα βασικά χαρακτηριστικά που προσδιόριζαν μια τέτοια σχέση:

  • Πρώτο χαρακτηριστικό: Το ιδιαίτερο στοιχείο της σχέσης ήταν η ένωση ενός ώριμου άνδρα με έναν ανώριμο. Ουσιώδης προϋπόθεση ήταν η ψυχική και πνευματική ανισότητα των δύο ερωτικών συντρόφων, η οποία προσδιορίζεται από την ηλικία τους. Αν αυτή η ανισότητα εξαφανιζόταν με την ενηλικίωση του αγοριού, τότε ένας τέτοιος ομοφυλικός έρωτας μεταξύ δύο ανδρών γινόταν σκανδαλώδης.
  • Δεύτερο χαρακτηριστικό: Σε κάθε νόμιμη παιδεραστική σχέση ο ερωτικός πόθος ήταν απαραίτητα μονόπλευρος. Ερωτική επιθυμία αισθανόταν μόνο ο μεγαλύτερος, ενώ το αγόρι δεν ανταποκρινόταν. Ο νεαρός αντιπρόσφερε στον ερωτευμένο άνδρα μόνο φιλική συμπάθεια, η οποία στηριζόταν επάνω σε βαθιά εκτίμηση και θαυμασμό. Η συμπάθειά του δεν ήταν σεξουαλικής φύσεως, αλλά βασιζόταν στα γνωρίσματα τού χαρακτήρα τού μεγαλύτερου άνδρα, αλλά και στην ικανότητά του να είναι πρότυπο ανθρώπου και πολίτη. Εάν, κατά την πορεία της σχέσης, το αγόρι άρχιζε να διεγείρεται σεξουαλικά, κανονικά η σχέση έπρεπε να σταματήσει.

Η μη συμμετοχή στη σεξουαλική ηδονή ξεχώριζε τον ερώμενο καθοριστικά από έναν θηλυκό ερωτικό σύντροφο και τον διαφοροποιούσε από τον αντίστοιχο ρόλο του θηλυκού. Οι γυναίκες γενικά εθεωρούντο ως φιλήδονες. Πιστεύεται πως αυτές ένιωθαν τη γενετήσια ηδονή πιο έντονα απ’ όσο οι άνδρες. Προς τούτο χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα το τεκμήριο του μάντη Τειρεσία, ο οποίος για ένα διάστημα της ζωής του υπήρξε γυναίκα.

Τρίτο χαρακτηριστικό: Ο παιδαγωγικός χαρακτήρας του παιδικού έρωτα, που τον κάνει να ξεχωρίζει από ανάλογα φαινόμενα άλλων εθνών και άλλων εποχών.

Οι αξιώσεις που είχε η πόλη των Αθηνών από τους πολίτες της ήταν μεγάλες και ποικίλες. Δεν υπήρχε σύγκριση με τη Σπάρτη, όπου το ενδιαφέρον εστιαζόταν μόνο στη στρατιωτική προετοιμασία και τον πόλεμο.

Στην Αθήνα ο πολίτης έπρεπε να μάθει να ψηφίζει στην Εκκλησία του Δήμου, να γνωρίζει τη νομοθεσία, να δικάζει στην Ηλιαία. Κατά μεγάλη πιθανότητα, ο κλήρος θα τον όριζε μέλος της Βουλής ή η ψήφος των συμπολιτών του σε άλλα δημόσια αξιώματα. Αλλά και στην ιδιωτική ζωή, έπρεπε να γνωρίζει πολλά: τους τρόπους του φέρεσθαι και τους κανόνες της ευπρέπειας. Έπρεπε να έχει το πνεύμα του καλλιεργημένο, ώστε να παρακολουθεί και να κρίνει μια θεατρική παράσταση, να έχει μια φιλοσοφική συζήτηση με τον Σωκράτη, να διαβάζει τα βιβλία του Αναξαγόρα, να απολαμβάνει ένα άγαλμα του Φειδία.

Από πού και πώς θα αποκτούσε ο νέος όλα αυτά?

Από το σχολείο; Το σχολείο δεν ήταν ένας θεσμός οργανωμένος στην αρχαιότητα. Δημόσια και υποχρεωτική εκπαίδευση δεν υπήρχε.

Από τον πατέρα; (Γενικά στην αρχαιότητα η οικογένεια ως παράγων αγωγής δεν είχε τη σημασία που έχει στη χριστιανική κοινωνία. Ήταν ένας δεσμός με περισσότερο πολιτικό και οικονομικό χαρακτήρα).

Σημειωτέον ότι:

  • Ο πατέρας δεν έμενε πολλές ώρες στο σπίτι.
  • Η διαφορά ηλικίας είναι πολύ μεγάλη. Η ιδεώδης διαφορά μεταξύ παιδαγωγού και παιδαγωγούμενου είναι η μισή γενιά.
  • Στις σχέσεις γονέων και παιδιών υπάρχει πολλή συμπτωματικότητα. Λείπει το αίσθημα ότι εσύ μόνος σου διάλεξες τον πατέρα σου ή τα παιδιά σου.
  • Δεν υπάρχει η απαιτούμενη απόσταση.

Η σχέση του ώριμου άνδρα προς τον ανώριμο παίδα, στην πιο παιδαγωγική και εξιδανικευμένη εκδοχή της, χαρακτηριζόταν από έρωτα προς τον νέο, ένα αίσθημα πνευματικής τεκνογονίας, η επιθυμία να φέρεις στον κόσμο παιδιά της ψυχής σου – όχι του σώματός σου- ομοιώματα του ανωτέρου σου εγώ.

Ερώτηση !

Ήταν αυτός ο κανόνας; Ως γνωστόν, στον έρωτα δεν υπάρχει κανόνας. Έχουμε και στον ελληνικό παιδικό έρωτα όλη την κλίμακα των αποχρώσεων. Από τη χυδαία αισθησιακή απόλαυση ως την υψηλή ερωτική ανάταση, και από το φιλάρεσκο και επιφανειακό παιχνίδισμα ως το ασυγκράτητο πάθος.

Επίλογος για την παιδεραστία

Κλείνω προς το παρόν το κεφάλαιο της παιδεραστίας με μερικές τελευταίες επισημάνσεις.

  • Όσο κι αν μας φαίνεται σήμερα παράξενο, η ανδρική ομοφυλοφιλία εθεωρείτο ένας θεσμός ενισχυτικός του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Ήταν έρωτας μεταξύ ελευθέρων πολιτών. Γι’ αυτό και οι Τύραννοι ήταν πάντα καχύποπτοι απέναντί της και την κατεδίωξαν εξ αιτίας των ισχυρών δεσμών που δημιουργούσε και αποτελούσε κίνδυνο για την ανατροπή της τυραννίδας. Την εξιδανίκευση της παιδεραστίας, ως απαραίτητης προϋπόθεσης για να δείχνει κανείς ύψιστη γενναιότητα και πίστη στην ελευθερία, την υπέθαλπε και το γεγονός ότι σε πολλές ελληνικές πόλεις υπήρχαν τύραννοι που είχαν δολοφονηθεί από παιδεραστές.

Τυραννοκτόνοι

Το διασημότερο παράδειγμα είναι ο Ίππαρχος, ο γιος του Πεισίστρατου, που δολοφονήθηκε στην Αθήνα το 514 π.Χ. από το ερωτικό ζευγάρι του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα, επειδή είχε προσπαθήσει να αποσπάσει τον Αρμόδιο από τον Αριστογείτονα. Οι απόγονοι αυτών των δύο τυραννοκτόνων φιλοξενούνταν στο πρυτανείο ως επίτιμοι πολίτες, κι έτσι γενιές ολόκληρες Αθηναίων έμαθαν να ταυτίζουν την παιδεραστία με το θάρρος και το φιλότιμο. Το διπλό άγαλμα των δύο εραστών στήθηκε στην Ακρόπολη. Είναι ενδεικτικό ότι το πρώτο πολιτικό μνημείο στην ιστορία της Ευρώπης είναι ταυτόχρονα και το πρώτο μνημείο ενός ζευγαριού ομοφυλόφιλων.

Επισήμανση

Σε μία κανονική παιδεραστική σχέση, σε καμία περίπτωση ο ερώμενος δεν είχε το στίγμα της θηλυπρέπειας. Είναι γνωστό το σχετικό ανέκδοτο περί του σκανδαλώδους Αλκιβιάδη (φόβητρο αρχικά των γυναικών που φοβόντουσαν να μην χάσουν τον άνδρα τους και κατόπιν των ανδρών μήπως χάσουν τη γυναίκα τους).

Ωστόσο, από τα σχετικά συμφραζόμενα των σωζόμενων κωμωδιών, προκύπτει ότι, όταν η σεξουαλική επαφή γινόταν δια του πρωκτού, και όχι διαμήρια, όπως ήταν το «κανονικό», εθεωρείτο μειωτική και ταπεινωτική για τον επιβαινόμενο συνεργό. Εξ ου και το σχετικό λεξιλόγιο: καταπύγων, ευρύπρωκτος.

Η περιφρόνηση, που αισθανόταν κάποιος για τον παθητικό partner της επαφής δια του πρωκτού, βρίσκεται θεμελιωμένη στην αντίληψη, ότι ο άνδρας μ’ αυτήν αναλαμβάνει γυναικείο ρόλο και συμπεριφέρεται θηλυπρεπώς. Όποιος ανεχόταν να του εφαρμόζεται αυτή η πρακτική ταπεινωνόταν κατεβαίνοντας στο επίπεδο της γυναίκας (είχε τη ρετσινιά του «γυναικωτού») και υποτασσόταν στον άλλο άνδρα ως σεξουαλικό αντικείμενο. Αυτό όμως δεν συμφωνούσε με την αντίληψη περί ελευθέρου πολίτη.

Ενδεικτικό τού πόσο η ανδρική ομοφυλοφιλία ήταν σύμφυτο στοιχείο της ελληνικής κοινωνικής, καλλιτεχνικής και πολιτικής ζωής είναι ότι έχουμε ιστορικές μαρτυρίες για βασιλείς, ποιητές, φιλοσόφους, καλλιτέχνες που διατηρούσαν τέτοιους ερωτικούς δεσμούς: ο Σωκράτης με τον Αλκιβιάδη, ο Πλάτων με τον Δίωνα, ο Ευριπίδης με τον Αγάθωνα, ο Σοφοκλής με τον Δημοφώντα, ο Θέογνις με τον Κύρνο, ο σεβάσμιος και συντηρητικός Πίνδαρος με τον Θεόξενο, ο Πτολεμαίος με τον Γαλέστη.

Ετεροφυλικές σχέσεις

Απ’ όσα είπαμε μέχρι τώρα θα ήταν λάθος να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν ερωτεύονταν τις γυναίκες. Πέραν όσων αναφέραμε, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Έλληνες της αρχαιότητας ήταν άνδρες όπως όλοι οι άλλοι άνδρες του κόσμου τούτου και πως οι γυναίκες δεν ήταν γι’ αυτούς απαραίτητες μόνο για την αναπαραγωγή και την συνεπαγόμενη διαιώνιση τού είδους.

Είναι διάσημη η ρήση που αποδίδεται στον Δημοσθένη (οι φιλόλογοι τον λέμε ψευδο-Δημοσθένη): «Εμείς οι άνδρες έχουμε τις παλλακίδες για την καθημερινή φροντίδα του σώματος, τις εταίρες για την ηδονή και τις νόμιμες συζύγους για να γεννούν παιδιά και να προσέχουν το σπίτι». Όσο κι αν υπάρχει μια ρητορική υπερβολή, φαίνεται πως αποδίδει εν πολλοίς την αλήθεια.

Γάμος

sex-2
Η αρχαιότερη αναφορά στην ιδεώδη ηλικία γάμου βρίσκεται στα «Έργα και Ημέρες» του Ησίοδου, όπου ο ποιητής συμβουλεύει τον αδερφό του:
«να είσαι σε κατάλληλη ηλικία, όταν φέρεις γυναίκα για σύζυγο στο σπίτι, μήτε πολύ κάτω από 30 ετών, μήτε πολύ πιο μεγάλος. Αυτός ο γάμος είναι στην ώρα του. Η γυναίκα όμως, ας κλείσει τέσσερα χρόνια στην ήβη, και στον πέμπτο ας παντρευτεί» (στίχοι 695-698).

Πως καθοριζόταν η αρχή της ήβης; Ο ποιητής δεν διευκρινίζει αλλά υποθέτουμε βάσιμα ότι εννοεί την έναρξη της εμμηνορρυσίας, αφού μοναδικός στόχος του αρχαίου γάμου ήταν η τεκνοποιία.

Σύμφωνα με ελεγεία του Σόλωνα, έναν αιώνα μετά τον Ησίοδο, η κατάλληλη ηλικία γάμου για έναν άνδρα ήταν ανάμεσα στα 27 και 34 χρόνια, ενώ ο Ξενοφώντας, έναν αιώνα ακόμα πιο μετά, αναφέρει ως κατάλληλη ηλικία γάμου για τη γυναίκα τα 15 έτη.

Στους φιλόσοφους Πλάτωνα και Αριστοτέλη, τα όρια για τις γυναίκες ανεβαίνουν στα 18 χρόνια, σε μία προσπάθεια να μειωθεί η γυναικεία θνησιμότητα που επέφερε η πρώιμη κύηση. Αδιαμφισβήτητο παραμένει το γεγονός ότι οι Αθηναίες παντρεύονταν σε πολύ μικρές ηλικίες πολύ μεγαλύτερους άνδρες. Από λογοτεχνικές μαρτυρίες προκύπτει ότι η ηλικία γάμου των γυναικών ήταν από τα 13 μέχρι τα 25 χρόνια και των ανδρών, ανάμεσα στα 17 και 35. Ιδεώδες θεωρούταν το ζευγάρι με τη γυναίκα 14 και τον άνδρα 30 ετών.

sex-3

Πίσω από τη μεγάλη διαφορά ηλικίας ανάμεσα στη νύφη και στον γαμπρό, βρισκόταν η ιδιαίτερη σημασία που έδινε η κοινωνία στην παρθενία της γυναίκας. Ο Ησίοδος στα «Έργα και Ημέρες» μιλά χωρίς προσχήματα, δίνοντας συμβολή στον αδελφό του:

«Παρθένα να παντρευτείς, για να της μάθεις σεμνούς τρόπους».

Η μέλλουσα νύφη έπρεπε να στερείται τη γνώση και την εμπειρία, να μην έχει μόρφωση, ούτε να γνωρίζει τα όσα συμβαίνουν στην κοινωνία, ώστε ο γαμπρός να της μάθει εκείνα που επέβαλε η πατριαρχική αντίληψη για την γυναικεία συμπεριφορά, τη διαχείριση του σπιτιού αλλά και τις (ελάχιστες) απαιτήσεις που θα μπορούσε να έχει από αυτόν. Στην πραγματικότητα, μοναδικά προσόντα από την άγουρη νύφη ήταν η γνώση της υφαντικής, της μοδιστρικής και της μαγειρικής, που θα εξασφάλιζαν την αυτάρκεια του «οίκου», δηλαδή το να θρέφει και να ντύνει τα μέλη του.

Ο άλλος λόγος για το πάντρεμα της γυναίκας σε τόσο νεαρή ηλικία ήταν η εσφαλμένη αντίληψη ότι η παντρειά και η εγκυμοσύνη ήταν «θεραπεία» για τη συναισθηματική αστάθεια των κοριτσιών που άρχιζαν να έχουν εμμηνορρυσία. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, που καταγράφηκε αργότερα στο ιπποκρατικό corpus, τα ανύπαντρα κορίτσια με την εμφάνιση της εμμηνορρυσίας, αρχίζουν να ρέπουν προς το παραλήρημα, φοβούνται το σκοτάδι και έχουν τάσεις αυτοκτονίας «επειδή το αίμα δεν μπορεί να ρεύσει κανονικά, οσάκις το στόμιο της εξόδου δεν είναι ανοικτό». Επρόκειτο βέβαια για πλάνη λόγω των ελλιπών γνώσεων της ανθρώπινης φυσιολογίας.

Η σύναψη ενός γάμου στην Αρχαιότητα ήταν υπόθεση ιδιωτική, στην οποία δεν παρενέβαινε η πολιτεία, δεν υπήρχε δηλαδή καταγραφή σε κάποια αρχεία, όπως γινόταν με την γέννηση των παιδιών. Δύο διαδικασίες που απείχαν χρονικά συνιστούσαν τον αθηναϊκό γάμο: η εγγύη ή εγγύηση (ο αρραβώνας) και η έκδοση (η παράδοση της νύφης με την προίκα της στον γαμπρό). Ο γάμος ολοκληρωνόταν με τη συγκατοίκηση του ζεύγους («συνοικείν»).

Η εγγύη (αρραβώνας) ήταν η συμφωνία του μεγέθους και της σύνθεσης της προίκας ανάμεσα στον πατέρα της νύφης και στον μνηστήρα, παρουσία μαρτύρων. Η παρουσία της μέλλουσας νύφης δεν ήταν απαραίτητη. Η «έκδοση», η πανηγυρική μεταφορά της νύφης στο σπίτι του γαμπρού γινόταν κατά προτίμηση τον χειμερινό μήνα Γαμηλίωνα, κατά τον εορτασμό του γάμου του Δία με την Ήρα. Αργότερα, το Φθινόπωρο ο γαμπρός παρουσίαζε τη νύφη στη φατρία του (στην ανδρική συγγενική ομάδα που ανήκε η οικογένειά του) κατά την εορτή των Απατουρίων. Η αποδοχή της νύφης από τη φατρία ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να θεωρηθούν Αθηναίοι πολίτες τα αρσενικά παιδιά του ζευγαριού. Η παρουσίαση της νύφης συνοδευόταν από θυσία ζώων (γαμηλία), τα οποία απολάμβανε στη συνέχεια μαγειρεμένα η φατρία.

Οι παντρεμένες γυναίκες προορίζονταν για :παιδιά – κουζίνα – εκκλησία. Ο γάμος αποσκοπούσε στην αναπαραγωγή, και υπήρχε επαγρύπνηση για την αγνότητα της γυναίκας και μητέρας, επειδή τα παιδιά έπρεπε να είναι νόμιμα. Εάν μια γυναίκα βιαζόταν ή ξελογιαζόταν, το θύμα από νομικής, εάν όχι και από ηθικής άποψης ήταν ο σύζυγος.

Η μοιχεία ατίμωνε το σύζυγο και πατέρα, γιατί, όπως εξηγήσαμε, υπήρχε ο κίνδυνος να μεγαλώνουν νόθα παιδιά, άρα και μελλοντικοί κληρονόμοι. Ως εκ τούτου, ο σύζυγος είχε το δικαίωμα να σκοτώσει τον μοιχό χωρίς νομικές συνέπειες, εάν συλλάμβανε το παράνομο ζευγάρι επ’ αυτοφώρω. Συνηθέστερα δίωκε δικαστικά ή ταπείνωνε σωματικά τον αντίπαλο του και έπαιρνε διαζύγιο από τη γυναίκα του που έτσι δυσφημιζόταν. Ο σύζυγος μπορούσε να μοιχεύεται. Ο έγγαμος άνδρας που συνουσιάζεται με τη γυναίκα ενός άλλου άνδρα γίνεται ένοχος απέναντί του. Αλλά δεν γίνεται ένοχος απέναντι στη γυναίκα του, γιατί αυτή δεν χάνει τίποτα με το παραστράτημά του.

Παρά τον κοινωνικό τους αποκλεισμό, οι γυναίκες είχαν ευκαιρίες να βγουν έξω από το σπίτι και να συναντήσουν τους εραστές τους, εάν είχαν αυτή την τάση. Η έμμονη ιδέα των ανδρών ήταν ότι οι γυναίκες ήταν μονίμως διψασμένες για σεξ και ότι θα έπρεπε να είναι υπό έλεγχο. Ήταν επιπόλαιες και ανεύθυνες, πάντοτε έτοιμες να υποκύψουν στον πειρασμό και δεν τις χαρακτήριζε ο αυτοέλεγχος των ανδρών.

Η παρθενία των κοριτσιών προστατευόταν με ιδιαίτερη προσοχή, και ο γάμος συχνά κανονιζόταν κατά την έναρξη της εμμήνου ρύσεως ή και πριν από αυτήν. Τέλος, θα πρέπει να πούμε ότι δεν ήταν δυνατόν να μην υπήρχαν γυναίκες που απολάμβαναν το έρωτα του συζύγου τους. Σώζονται πολλά επιτύμβια επιγράμματα που αναφέρονται με συγκίνηση στη συζυγική αγάπη. Δεν μπορούμε να θεωρήσουμε όλα τα επιγράμματα ανειλικρινή. Πχ.:

Η Χαιρεστάτη βρίσκεται θαμένη σ’ αυτό τον τάφο. Όταν ζούσε,

Ο σύζυγός της την αγαπούσε. Όταν πέθανε τη θρήνησε.

Η μοιχεία ατίμωνε το σύζυγο και πατέρα, γιατί, όπως εξηγήσαμε, υπήρχε ο κίνδυνος να μεγαλώνουν νόθα παιδιά, άρα και μελλοντικοί κληρονόμοι. Ως εκ τούτου, ο σύζυγος είχε το δικαίωμα να σκοτώσει τον μοιχό χωρίς νομικές συνέπειες, εάν συλλάμβανε το παράνομο ζευγάρι επ’ αυτοφώρω. Συνηθέστερα δίωκε δικαστικά ή ταπείνωνε σωματικά τον αντίπαλο του και έπαιρνε διαζύγιο από τη γυναίκα του που έτσι δυσφημιζόταν. Ο σύζυγος μπορούσε να μοιχεύεται. Ο έγγαμος άνδρας που συνουσιάζεται με τη γυναίκα ενός άλλου άνδρα γίνεται ένοχος απέναντί του. Αλλά δεν γίνεται ένοχος απέναντι στη γυναίκα του, γιατί αυτή δεν χάνει τίποτα με το παραστράτημά του.

Παρά τον κοινωνικό τους αποκλεισμό, οι γυναίκες είχαν ευκαιρίες να βγουν έξω από το σπίτι και να συναντήσουν τους εραστές τους, εάν είχαν αυτή την τάση. Η έμμονη ιδέα των ανδρών ήταν ότι οι γυναίκες ήταν μονίμως διψασμένες για σεξ και ότι θα έπρεπε να είναι υπό έλεγχο. Ήταν επιπόλαιες και ανεύθυνες, πάντοτε έτοιμες να υποκύψουν στον πειρασμό και δεν τις χαρακτήριζε ο αυτοέλεγχος των ανδρών.

Η παρθενία των κοριτσιών προστατευόταν με ιδιαίτερη προσοχή, και ο γάμος συχνά κανονιζόταν κατά την έναρξη της εμμήνου ρύσεως ή και πριν από αυτήν. Τέλος, θα πρέπει να πούμε ότι δεν ήταν δυνατόν να μην υπήρχαν γυναίκες που απολάμβαναν το έρωτα του συζύγου τους. Σώζονται πολλά επιτύμβια επιγράμματα που αναφέρονται με συγκίνηση στη συζυγική αγάπη. Δεν μπορούμε να θεωρήσουμε όλα τα επιγράμματα ανειλικρινή. Πχ.:

Η Χαιρεστάτη βρίσκεται θαμένη σ’ αυτό τον τάφο. Όταν ζούσε,

Ο σύζυγός της την αγαπούσε. Όταν πέθανε τη θρήνησε.

Εξωσυζυγικές σχέσεις

Στο δίλημμα: ερωτική ηδονή ή συζυγική πίστη, οι αρχαίοι Έλληνες φαίνεται ότι προτιμούσαν το πρώτο.

Τα κορίτσια, όπως είπαμε, παντρεύονταν νωρίς στην ηλικία περίπου των 14 ετών, όταν εμφανιζόταν η έμμηνος ρύση. Οι άνδρες συνήθως γύρω στα 30, έπρεπε δηλαδή να περιμένουν διπλάσιο χρόνο. Αυτό σήμαινε ότι οι νεαρές παντρεμένες γυναίκες περιστοιχίζονταν από άνδρες της ηλικίας τους που θα παρέμεναν άγαμοι για πολλά ακόμη χρόνια. Καθήκον της γυναίκας ήταν να είναι πιστή στο σύζυγό της. Για τον άνδρα δεν υπήρχε ηθικός στιγματισμός αν αναζητούσε την σεξουαλική ικανοποίηση εκτός γάμου. Θα έπρεπε μόνο να μην επιδεικνύει τις εξωσυζυγικές δραστηριότητες στη γυναίκα του. Επειδή όμως οι εξωσυζυγικές σχέσεις του με την σύζυγο ενός πολίτη μπορεί να είχαν ακραίες συνέπειες, εάν αποκαλύπτονταν, μια εύκολη καταφυγή ήταν η πορνεία.

Τρυφερή σκηνή ζευγαριου, πιθανότατα άνδρα και εταίρας. Αττική ερυθρόμορφη κύλικα υπογεγραμμένη από τον αγγειοπλάστη Ιέρονα και αποδιδόμενη στον αγγειογράφο Μάκρονα. 490-480 π.Χ. Παρίσι – Λούβρο.

Πορνεία

Δύο κωμαστές σε ερωτικό παιχνίδι με μια εταίρα. Ερυθόμορφος στάμνος. Περίπου 440 πΧ. Παρίσι-Λούβρο.

Η πορνεία λειτουργούσε, πολύ περισσότερο απ’ ότι σήμερα, ως ένας θεσμός ρυθμιστικός για τη διοχέτευση σεξουαλικών δυνάμεων που ζητούσαν εκτόνωση, προστατεύοντας ταυτοχρόνως την κοινωνική ευταξία, διότι κρατούσε τους ακόμη άγαμους ή τους ήδη έγγαμους μακριά από τις θυγατέρες και τις συζύγους των αστών. Γι’ αυτό η πορνεία δεν ήταν ποινικοποιημένη, αλλά την καλλιεργούσαν ως σημαντική διασκέδαση των ανδρών.

Πορνεία ασκούσαν:

  1. Οι πόρνες, οι οποίες είχαν κάποια νομική προστασία από τους νόμους και έπρεπε να πληρώνουν φόρους, είτε ως ιδιώτες είτε ως εργαζόμενες σε πορνείο.
  2. Οι παλλακίδες, οι οποίες ήταν ερωμένες και δούλες μαζί. Η παράνομη συμβίωση ήταν προφανώς ακριβότερη από τις περιστασιακές σχέσεις και αποτελούσε προνόμιο των πλουσίων.
  3. Οι εταίρες, πόρνες πολυτελείας, βρισκόταν στην ανώτερη βαθμίδα της πορνείας. Ήταν γυναίκες συνοδοί, που σε πολλές περιπτώσεις διέθεταν μόρφωση και γι’ αυτό μπορούσαν να συμμετάσχουν με αξιώσεις σε μια ανδρική παρέα. Διάσημη η Ασπασία, που είχε έλθει από τη Μίλητο.
  4. Πολύ μικρότερη φήμη είχαν οι κοπέλες που πληρώνονταν για να εξυπηρετούν τους άνδρες στα συμπόσια. Θα έπρεπε να παίζουν μουσικά όργανα και να χορεύουν, και η βραδιά θα ολοκληρωνόταν με τις σεξουαλικές υπηρεσίες τους στους άνδρες που κάθονταν στα ανάκλιντρα.

Τώρα, σε ό,τι αφορά τους τρόπους της γενετήσιας επαφής, όπως βλέπουμε στις απεικονίσεις των αγγείων και διαβάζουμε στις φιλολογικές μαρτυρίες, τα πάντα εγένοντο: συνουσία δια του κόλπου, συνουσία δια του πρωκτού, πεολειχία, αιδοιολειχία, ομαδικές συνευρέσεις.

Σκηνή από συμπόσιο. Κωμαστής και εταίρες σε ερωτικό παιχνίδι. Τέλος 6ου αιώνα π.χ. Βασιλικό Μουσείο Τέχνης και Ιστορίας, Βρυξέλες.

Έλεγχος των γεννήσεων

Εν κατακλείδι, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η πορνεία χρησίμευε και ως παράγοντας ελέγχου των γεννήσεων.

Άλλοι τρόποι οικογενειακού προγραμματισμού ήταν:

  • Αντισύλληψη: υπολογισμός γόνιμων ημερών (λανθασμένος), διακεκομμένη συνουσία, διάφορα ανορθολογιστικά μέσα: μάγια, φυλαχτά (Πολλοί θεωρούσαν ότι η αποτροπή της εγκυμοσύνης είναι πέρα από τον ανθρώπινο έλεγχο).
  • Έκτρωση: καθαρτικά διαφόρων ειδών, πίεση στην κοιλιακή χώρα, δυνατά άλματα, διαδρομή πάνω σε κάρο στους ανώμαλους ελληνικούς δρόμους.
  • Έκθεση των βρεφών κυρίως των κοριτσιών, λόγω προίκας (Νέα Κωμωδία) και σπανιότερα παιδοκτονία.

Λεσβιακός έρωτας

Για τη γυναικεία ομοφυλοφιλία έχουμε πολύ λίγα στοιχεία, κι αυτό εξ αιτίας της ανδροκρατικής κοινωνίας που ασχολήθηκε φιλολογικά και εικαστικά με ό,τι έκαναν κατά βάση οι άνδρες.

Είναι γνωστή βέβαια η περίπτωση της Σαπφώς στη Λέσβο. Στη Σπάρτη, το φαινόμενο πρέπει να ήταν ευρύτατα διαδεδομένο. Το γεγονός ότι οι γυναίκες συνδέονταν ερωτικά ήταν αποδεκτό ως μέρος της ζωής, αλλά σ’ αυτή τη σχέση δεν αποδιδόταν η σημασία που είχε η αντίστοιχη σχέση των ανδρών.

Αυτοϊκανοποίηση

Όλα αυτά που λέμε ισχύουν εάν κάποιος έχει ερωτικό σύντροφο. Η σεξουαλική αυτοϊκανοποίηση φαίνεται ότι ήταν η έσχατη λύση για όσους δεν είχαν σύντροφο, άνδρες και γυναίκες. Τόσο στους κωμωδιογράφους όσο και στα αγγεία έχουμε αναπαραστάσεις με άνδρες «εν δράσει». Οι μοναχικές γυναίκες, παρ’ όλο που τα στοιχεία δεν είναι πολλά, φαίνεται ότι χρησιμοποιούσαν ένα υποκατάστατο πέους, έναν τεχνητό φαλλό, τον όλισβον. Ο όλισβος φτιαχνόταν συνήθως από (φουσκωμένο) δέρμα και πριν από τη χρήση έπρεπε να αλειφτεί με λάδι.

Γυναίκες και άνδρες, όταν συμμετέχουν σε σκηνές ομαδικού σεξ και τυχαίνει να μην έχουν επαφή, εικονίζονται ορισμένες φορές να αυτοϊκανοποιούνται για παρηγοριά.

Εν κατακλείδι

Τα ερωτικά ήθη και η σεξουαλική συμπεριφορά των αρχαίων Ελλήνων, που προσπάθησα να σας εξηγήσω προηγουμένως, συμπλέκονται αναγκαστικά με την λειτουργία της ελληνικής πόλεως.

Ιδιαιτέρως το πιο ιδιόρρυθμο για μας σήμερα φαινόμενο ερωτισμού, εκείνο του παιδικού έρωτα, τροφοδοτούνταν και κέρδιζε τη ζωτικότητά του μέσα από τους δεσμούς των ελεύθερων πολιτών. Όταν από τον 4Ο  π.Χ. οι ελληνικές πόλεις αρχίζουν να φθίνουν, όταν η αθηναϊκή δημοκρατία αποτελεί παρελθόν, όταν ο Αλέξανδρος καταβροχθίζει την Ελλάδα και την Ανατολή και οι επίγονοι του εγκαθιδρύουν αχανή μοναρχικά βασίλεια, ένας άλλος κόσμος αναδύεται. Δεν θα πω καλύτερος ή χειρότερος. Δεν έχει άλλωστε νόημα. Πάντως ένας κόσμος τελείως διαφορετικός. Με τον κοσμοπολιτισμό του, την γοητεία τής «παρακμής» και τα πάθη του.

Σ’ αυτόν τον καινούργιο, ελληνιστικό κόσμο ο πολίτης γίνεται άτομο. Ο παιδικός έρωτας, ο κατ’ εξοχήν ελληνικός έρωτας, έχασε κάθε παιδαγωγική λειτουργία. Είχε κάνει τον κύκλο του. Έτσι η κοινωνική και παιδαγωγική αποστολή, που εξωράιζε ή συγχωρούσε το παρά φύσιν εξέλιπε και έμεινε μόνο το πάθος. Σ’ αυτήν την κατάσταση τον παρέλαβαν οι Ρωμαίοι, αυτόν καταδίκασε αυστηρά ο Χριστιανισμός.

.

Ο γάμος στην αρχαία Ελλάδα

Αναλυτικά

Η ΤΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ |
τελετή γάμου

Η κόρη στην Αθήνα είναι από τη γέννησή της περιορισμένη στο χώρο της οικίας, όπου διδάσκεται τις δου­λειές του νοικοκυριού, τραγούδι και χορό (για τη συμμετοχή της σε θρησκευτικές εορτές) και σπάνια ελάχιστα γράμματα κατ’ οίκον, αφού η παρουσία της στο σχολείο είναι αδιανόη­τη για το εκπαιδευτικό σύστημα της πόλης της. Εδώ πραγ­ματικά εντυπωσιάζει τους σύγχρονους μελετητές και σκαν­δαλίζει τους αρχαίους το γεγονός ότι η πάντοτε αυστηρή Σπάρτη επιτρέπει στα κορίτσια της να «παρατάνε τα σπίτια τους και με ξέσκεπα τα μηριά τους και με τα πέπλα ανεμίζο­ντας γυμνάζονται στα στάδια και τις παλαίστρες μαζί με τα αγόρια» (Ευριπίδης, Ανδρομά­χη 597-598).

Τα λακωνικά έθιμα επιτάσσουν ισότιμη και ισόκυρη αγωγή των κοριτσιών και των αγοριών, όπως διαπιστώ­νεται και από τις ρήσεις του νομοθέτη Λυκούργου, ο οποίος «όρισε τα κορίτσια να γυμνάζο­νται εξίσου με τα αγόρια και […] όπως τους άνδρες διέταξε και τις γυναίκες να συναγωνί­ζονται μεταξύ τους στο δρόμο και την αντοχή γιατί, όταν και οι δυο είναι δυνατοί, πίστευε ότι και τα παιδιά θα γίνονται δυ­νατότερα» (Ξενοφών, Λακεδαι­μονίων Πολιτεία 1.4).

Και τα δυο εκπαιδευτικά συστήματα όμως αποσκοπούν στο ίδιο απο­τέλεσμα: να αναθρέψουν μια καλή νοικοκυρά, σύζυγο και μητέρα, στην πρώτη περίπτωση, ή, στην άλλη, να γαλουχήσουν γυναίκες με υψηλό αίσθημα ευθύνης και συνείδησης, οι οποίες θα χρηματίσουν αφοσιωμένες σύζυγοι και μητέρες με την ανάλογη φυσική ρώμη, ώστε να γεννήσουν γερά παι­διά, ικανά να ταχθούν στην υπηρεσία της Σπάρτης.

Η περιορισμένη στο στενό πλαίσιο του γυναικωνίτη Αθη­ναία κοπέλα[1] δεν έχει ευκαιρίες να συναναστρέφεται νέους, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 5ου αιώνα, οπότε οι ειδικές συνθήκες του Πελοποννησιακού πολέμου επιτρέπουν προσω­ρινές αλλαγές στα ήθη.[2] Ο κανόνας θέλει τον «κύριο» της κό­ρης -ήτοι τον πατέρα, αδελφό ή άλλο αρσενικό νόμιμο κηδε­μόνα- να επιλέγει τον μέλλοντα σύζυγό της.

Η περίπτωση που αναφέρει ο Ηρόδοτος (6.122) ενός πατέρα που «στις τρεις κό­ρες του φέρθηκε κατά τον εξής τρόπο: όταν ήταν της παντρειάς, τους έδωσε μια προίκα τρανταχτή και άφησε καθεμιά τους να διαλέξει από όλους τους Αθηναίους όποιον ήθελε για άντρα της και την πάντρεψε με αυτόν που διάλεξε» συνιστά εξαίρε­ση από τις ελάχιστες.

Αντίθετα στη Λακεδαίμονα πρωτεύοντα ρόλο συνήθως παίζει η θέληση και των δυο νυμφευόμενων, ενώ ο ρόλος του πατέρα της νύφης υποβιβάζεται αισθητά. Η κατάλληλη ηλικία για γάμο είναι για τις κόρες της Αττικής από την εφηβεία -γύρω στα 12- και μέχρι τα 16, ηλικία που συνι­στά ο Ησίοδος (Έργα και Ημέραι 696-698), ενώ για τους άν­δρες τα 24 με 30. Τον 4ο αιώνα, ο Πλάτωνας (Νόμοι 785b) και ο Αριστοτέλης (Πολιτικά 1335a) ανεβάζουν κάπως το όριο (16­-20 για τη γυναίκα και 30-35 για τον άνδρα ο μεν, και 18 και 37 ο δε), αλλά και πάλι η διαφορά ανάμεσα στο ζευγάρι παραμέ­νει αρκετά μεγάλη. Στη Σπάρτη η διαφορά είναι μικρότερη, εφόσον οι ισχύουσες νομικές διατάξεις θέ­λουν να παντρεύονται οι γυναίκες 19-20 ετών και οι άνδρες 20-30 (ήτοι στη σωματική τους ακμή).

Τα προσόντα μιας υποψή­φιας Αθηναίας νύφης συνοψίζο­νται από τον Ισχόμαχο (Ξενο­φών, Οικονομικός 7.11):

 «τι μπο­ρούσε να ξέρει καλά, Σωκράτη, όταν την παντρεύτηκα; Δεν ήταν ακόμα καλά καλά δεκαπέντε χρο­νών όταν ήλθε στο σπίτι μου μέχρι τότε ζούσε κάτω από αυστηρή επίβλεψη. Έπρεπε να βλέπει όσο γινόταν λιγότερο, να ακούει όσο γινόταν λιγότερο και να κάνει όσο γινόταν λιγότερες ερωτήσεις».

Εντούτοις, βασική προϋπόθεση για το νόμιμο γάμο -και κυρίως για την απόκτηση γνήσιων Αθηναί­ων γόνων- ήταν να είναι και οι δυο Αθηναίοι, δεδομένου ότι υπάρχει νόμος που ορίζει ότι «αν κάποιος δώσει σε γάμο σε έναν Αθηναίο μια ξένη γυναίκα, παρουσιάζοντάς την για κόρη του, αυτός χάνει όλα τα δικαιώματα του πολίτη, και η περιου­σία του θα δημευθεί υπέρ του κράτους και το ένα τρίτο της θα δοθεί σε αυτόν που κατήγγειλε την πράξη».

Στο σημείο αυτό η Κρήτη και η Σπάρτη δείχνουν μεγαλύτερη ανεκτικότη­τα, αφού τόσο οι νόμοι της Γόρτυνας όσο και αυτοί του Λυκούργου επιτρέπουν τη σύναψη γάμου ανάμεσα σε διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπων, ενώ γίνονται ειδικές ρυθμί­σεις σχετικά με τα αποκτηθέντα τέκνα.

Ένας τυπικός αθηναϊκός γάμος ξεκινά με την «εγγύη», η οποία ταυτίζεται εν μέρει με τον σύγχρονο αρραβώνα. Ο παρακάτω διάλογος της κωμωδίας του Μενάνδρου (Περικειρομένη 435-439) συνοψίζει τον ορισμό της «εγγύησης» ως μιας προ­φορικής συμφωνίας με­ταξύ του «κυρίου» της κό­ρης και του μνηστήρα -ή του πατέρα του όταν ήταν ανήλικος-, όπου προσφέρονται η κοπέλα για την «ανα­παραγωγή» και η ανάλογη «προιξ»:[3]

ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Σου δίνω αυτή την κοπέλα για να σου γεννήσει νόμιμα παιδιά.

ΠΟΛΕΜΩΝ: Την παίρνω.

ΠΑΤΑΙΚΟΣ: Σου δίνω και μια προίκα τρία τάλαντα.

ΠΟΛΕΜΩΝ: Τα δέχομαι και αυτά με ευχαρίστηση.

Η γαμήλια άμαξα με τη νύφη, το γαμπρό κα τον πάροχο (μελανόμορφο αττικό αγγείο του ζωγράφου Άμαση, 550 π.χ.)

Προκειμένου να δοθεί ο απαιτούμενος επίσημος χαρα­κτήρας, η δικαιοπραξία αυτή λαμβάνει χώρα κοντά στον οικογενειακό βωμό και ενώπιον μαρτύρων. Με την πράξη αυτή μεταβιβάζονται τα δικαιώματα του πατέρα στο γαμπρό, στου οποίου τη νομική κυριότητα περνά η νέα γυναίκα («έκδοσις») και η περιουσία της («προιξ»).

Η προίκα συνίστα­ται από χρήματα, ιματισμό, πολύτιμα αντικείμενα, δούλους, σπίτια ή γη και κυμαίνεται από 1.000-2.000 δραχμές για τους μικρομεσαίους έως 18.000 (=3 τάλαντα) για τους πλουσί­ους. Φυσικά δεν απουσιάζουν οι εκκεντρικές εξαιρέσεις, όπως αυτή του Αλκιβιάδη (Πλούταρχος, Αλκιβιάδης 8), ο οποίος λαμβάνει κατά την «εγγύη» 120.000 δραχμές (20 τάλαντα), αλλά και οι περιπτώσεις φτωχών ή ορφανών ατθί­δων όπου το κράτος ή οι στενοί συγγενείς οφείλουν να συμ­βάλουν για τη συγκέντρωση μιας ελάχιστης προίκας. Εντού­τοις, παρόλο που το χρηματικό ποσό δίδεται προς διαχείρι­ση στο σύζυγο, σε περίπτωση διαζυγίου ή θανάτου της γυναίκας επιστρέφεται στον αρχικό κάτοχο, ήτοι την οικογέ­νεια της νύφης.

Ο θεσμός αυτός της «εγγύησης» δεν υφί­σταται στη Σπάρτη, ενώ αντίθετα ισχύει ειδική νομοθεσία που απαγορεύει την προίκα με την αιτιολογία «για να μη μεί­νει καμία ανύπαντρη λόγω της φτώχειας της και για να μην παντρεύονται οι άλλες για τα πλούτη τους, αλλά ο καθένας να κάνει την εκλογή του αποβλέποντας στα ήθη και την αρετή της κόρης» (Πλούταρχος, Λακωνικά αποφθέγματα Λυκούργου 228a).Ύστερα από ένα εύλογο χρονικό διάστημα -συνήθως σύ­ντομο- ακολουθεί ο καθαυτό γάμος.

Αν και δεν είναι δε­σμευτικό, όπως μαρτυρεί ο Αριστοτέλης (Πολιτικά 1335a), καταλληλότερη εποχή για την τέλεση του μυστηρίου στην Αττική θεωρείται ο χειμώνας και συγκεκριμέ­να ο ιερός μήνας της θεάς του γάμου Ήρας, ο Γαμηλίων (έβδομος μή­νας του αττικού ημερολο­γίου, που αντιστοιχεί στο σημερινό Γενάρη), ενώ ο Ευριπίδης (Ιφιγένεια εν Αυλίδι 717) το συγκεκριμενο­ποιεί και σε μέρα με πανσέ­ληνο.

Το τελετουργικό του γά­μου συντελείται σε τρεις φά­σεις, τα «προαύλια» (ή «προτέλεια», ή «προγάμια», ή «απαρχαί»), τον «κυρίως γάμο» και τα «επαύλια» (ή «μεταύλια» ή «απαύλια»), πληρο­φορία που διασώζει ο Πολυδεύκης (Ονομαστικόν Γ’ 39: «η δε προ του γάμου θυσία προτέλεια και προαύλια ούτω δ’ αν καλοίτο και τα προ του γάμου δώρα […] Προ­αύλια δε η προ του γάμου ημέρα και απαύλια η μετ’ αυτήν»).

Την προηγουμένη του γάμου τελούνται λοιπόν τα «προ­αύλια», τα οποία ξεκινούν με θυσίες. Πρώτα, η κόρη οδηγεί­ται από τους γονείς της στην Ακρόπολη για να θυσιάσει στην Πολιάδα (Σουίδα: προτέλεια), μετά προσφέρονται θυσίες στον οικογενειακό βωμό και των δυο οίκων στους γαμήλιους θεούς (Δίας Τέλειος, Ήρα Τελεία, Άρτεμη, Απόλλων, Πειθώ), στις  Νύμφες, τις Μούσες και τις Μοίρες (Πολυδεύκης, Ονομαστικόν Γ’ 38). Η ατθίδα αφιερώνει στην Άρτεμη (ή στην Αθηνά) ένα βόστρυχο από τα μαλλιά της και τα παιχνίδια που αγαπούσε ως παιδί (π.χ. ταμπούρλο, τόπι, κούκλες, κύμβαλο κτλ.).

Εν συνεχεία, λαμβάνει χώρα η τελετή της «απολούσεως» ή του εξαγνισμού, με νερό που μεταφέρεται από την Καλλιρόη ή Εννεάκρουνο (Θουκυδίδης, 2.15) στη λουτροφόρο από την επιστήθια φίλη της κόρης, η οποία συνοδεύεται από κορίτσια και γυναίκες που κρατούν κεριά και από τον πιο στενό άρρενα συγγενή νεαρής ηλικίας που προπορεύεται όλων παίζοντας αυλό. Την ημέρα του γάμου τα σπίτια και των δυο οικογενειών διακοσμούνται υπό τους ήχους του αυλού (Πλούταρχος, Ερωτικός 755a) με κλαδιά ελιάς και δάφνης.

Παράλληλα, στο γυναικωνίτη η νύφη, με τη βοήθεια της «νυμφοκόμου» και τις οδηγίες της «νυμφεύτριας» (της παρανύμφου που συνοδεύ­ει τη νύφη και κρατά πρωταγωνιστικό ρόλο στην όλη διορ­γάνωση), στολίζεται βγάζοντας τη «ζώνη» της ανύπαντρης, φορώντας το νυφιάτικο πέπλο με το οποίο καλύπτει το πρό­σωπό της, όπως απαιτεί η παράδοση και βάζοντας στα μαλ­λιά στεφάνια λουλουδιών και διάδημα. Στην οικία προσέρχε­ται ο καλλωπισμένος, ντυμένος στα λευκά και στεφανωμέ­νος με άνθη γαμπρός, συνοδευόμενος από τον «πάροχο» (ο στενότερος φίλος του με ρόλο τιμητικής συνοδείας).

Προετοιμασία της νύφης πριν το γάμο, 4ος αιώνας. Μουσείο Ερμιτάζ, Αγία Πετρούπολη.

Η γα­μήλια τελετή ξεκινά με θυσίες στην οικογενειακή εστία. Κατ’ αρχήν θυσιάζει ο πατέρας της νύφης, που επίσημα παραδί­νει την κοπέλα και της δηλώνει ότι δεν ανήκει πλέον στην οικογένειά της, αλλά σε αυτή του συζύγου της, και συνεπώς από τούδε και στο εξής θα προσφέρει θυσίες στους προγό­νους του δικού του οίκου. Εν συνεχεία θυσιάζουν στους γαμήλιους θεούς οι μελλόνυμφοι, οι οποίοι ορκίζονται ότι «επ’ αρότω παίδων άγομαι γαμετήν» (παντρεύομαι για να αποκτή­σω απογόνους). Τέλος, ο γαμπρός πλησιάζει τη νύφη και θέ­τει «χειρ επί καρπώ» επικυρώνοντας τη σύναψη του γάμου.

Έπεται η «γαμική θοίνη» (ή «γαμοδαισία», ή «ειλαπίνη»), ήτοι ένα πλούσιο γαμήλιο γεύμα, το οποίο όμως λαμβάνει χώρα στην οικία της νύφης και όχι του γαμπρού, όπως ήταν το έθιμο στα ομηρικά χρόνια (Οδύσσεια 431), στο οποίο συμμε­τέχουν φίλοι του ζευγαριού και συγγενείς, για τον αριθμό των οποίων ορίζεται (Πλάτων, Νόμοι 775a) ότι δεν πρέπει να ξεπερνούν τους 10 (5 φίλοι, 5 συγγενείς) από κάθε πλευρά. Το γαμήλιο συμπόσιο συνιστά τη μοναδική περίπτωση όπου γυναίκες και άνδρες συντρώγουν υπό τους ήχους μουσικής  στον ίδιο χώρο καθισμένοι όμως χωριστά, η νύφη περιτριγυ­ρισμένη από φίλους, συγγενείς και τη «νυμφεύτρια» και ο γαμπρός από τον «πάροχο» και τους οικείους του αντίστοι­χα, και με τον περιορισμό ότι οι μεν πρώτες κάθονται σε κα­θίσματα («κλισμούς» και «δίφρους»), οι δε άλλοι ανακλίνονται όπως το συνηθίζουν.

Το μενού περιλαμβάνει πλούσια φαγητά, κρασί και γλυκά, όπως ο «γαμήλιος πλακούντας» (αλεύρι, νερό, μέλι, σουσάμι), βασικό έδεσμα και σύμβολο αφθονίας και γονιμότητας. Το έθιμο επιβάλλει και την πα­ρουσία ενός στεφανωμένου με φύλλα ακάνθου και καρπούς βελανιδιάς αγοριού αμφιθαλούς (που ζουν ακόμα και οι δυο του γονείς), το οποίο μοιράζει στους καλεσμένους ψωμί μέ­σα σε ένα «λίκνο» προφέροντας σιγανά «έφυγον κακόν, εύρον άμεινον», φράση που παραπέμπει σε μυστηριακές θρη­σκείες.

Το δείπνο κλείνει ψάλλοντας τον «υμεναίο» προς τι­μήν του ομώνυμου θεού του γάμου (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί 1.9 a-b). Καθώς έχει αρχίσει να νυχτώνει, ακούγονται οι ήχοι αυλού στη θύρα της οικίας και η νύφη κρατώντας κόσκι­νο ή φρύγετρο ή τηγάνι (σύμβολα οικοκυρικών γνώσεων) επιβιβάζεται στη γαμήλια άμαξα, που τη σέρνουν άλογα, μουλάρια ή βόδια, ανάμεσα στο σύζυγό της και τον πάροχο. Σχηματίζεται μια πομπή, της οποίας ηγούνται αυλητές και τρεις κόρες που φέρουν κόσκινο, «ηλακάτη» και «άτρακτο» (σύμβολα της νοικοκυροσύνης της κόρης), ακολουθεί η άμα­ξα και πίσω η μητέρα της νύφης, κρατώντας πυρσό αναμμέ­νο από την εστία της οικίας, και οι φίλοι και συγγενείς που έχουν αναμμένες λαμπάδες και τραγουδούν τον «υμεναίο» συνοδευόμενοι από κιθάρες και αυλό.

Η γαμήλια πομπή -που οι ρίζες της εντοπίζονται στην ομηρική εποχή (Ιλιάδα Σ 490-496)- διασχίζει τους δρόμους της Αθήνας, προκαλώ­ντας ενθουσιασμό σε συγκεντρωμένα πλήθη, που ζητωκραυ­γάζουν, τραγουδούν και εύχονται στο ζευγάρι ραίνοντάς το με «καταχύσματα» (διάφορους καρπούς, όπως π.χ. φου­ντούκια, ξερά σύκα, σταφίδες, χουρμάδες), και κατευθύνεται στην οικία του γαμπρού, που είναι ανακαινισμένη και διακοσμημένη με κλαδιά ελιάς και δάφνης. Στη στολισμένη με γιρ­λάντες λουλουδιών πύλη εμφανίζεται ένα παιδάκι και προ­σφέρει φρούτα ψάλλοντας έναν ύμνο (που διαβεβαίωνε τη νύφη ότι «πιο θαυμαστή θα είναι η καινούργια ζωή από την παλιά»).

Εικ. 1. Γαμήλια πομπή. Μελανόμορφος αμφορέας του Εξηκία, περ. 540 π.χ.

 Εικ. 1. Ο αττικός μελανόμορφος αμφορέας της Αρχαϊκής εποχής αποδίδεται στον Εξηκία, ο οποίος τον διακόσμησε με σκηνή γαμήλιας πομπής. Το νεαρό ζευγάρι εικονίζεται πάνω σε άρμα, που σέρνουν τέσσερα άλογα, από τα οποία το ένα είναι λευκό. Μπροστά τους διακρίνεται η μορφή ενός αγοριού, που προηγείται της πομπής. Το ζευγάρι υποδέχεται μια γυναίκα (πιθανόν θεά), ενώ στο βάθος διακρίνεται μια ανδρική νεανική μορφή (ίσως ο Απόλλωνας) να παίζει κιθάρα. Τον ώμο του αγγείου κοσμούν μορφές οπλιτών και ιππέων, που μάχονται μεταξύ τους. Τη διακόσμηση συμπληρώνουν φυτικά και γραμμικά μοτίβα. (Πηγή: Η Ελληνική Τέχνη στα Μουσεία του Κόσμου, Μητροπολιτικό Μουσείο, Νέα Υόρκη, τόμος 9, Βιβλιοθήκη τέχνης, Καθημερινή, 2010)

Τη νεόφερτη υποδέχονται ο πατέρας του γαμπρού στεφανωμένος με μυρτιά και η μητέρα του κρατώντας λα­μπάδα, οι οποίοι τη ραίνουν με «καταχύσματα» και της προ­σφέρουν σύκο ή κυδώνι γλυκό ή χουρμά (σύμβολο της ήρε­μης ευτυχίας που την περιμένει). Η νύφη ετοιμάζεται να εισέλθει στο νέο σπίτι της, αλλά οι συγγενείς της προσποι­ούνται ότι θέλουν να την προστατέψουν από το σύζυγο, ο οποίος οφείλει να την αρπάξει και να την περάσει από το κα­τώφλι χωρίς να αγγίξουν τα πόδια της κάτω, κάτι που θα ήταν κακός οιωνός. Η νύφη προσφέρει σπονδές στην εστία της νέας της οικογένειας. Στη συνέχεια το ζευγάρι εισέρχε­ται στον νυφικό θάλαμο, τη θύρα του οποίου φυλάνε οι φίλοι του γαμπρού («θυρωροί»), ενώ όλοι ψάλλουν επιθαλάμια άσματα και θορυβούν για να διώξουν τα κακά πνεύματα.

Την επομένη του γάμου ο πατέρας της νύφης και οι συγ­γενείς σχηματίζουν πομπή, της οποίας ηγείται κρατώντας λαμπάδα παιδί ντυμένο στα λευκά, έπεται κανηφόρος και μετά οι υπόλοιποι που φέρουν, υπό τους ήχους του αυλού, τα «επαύλια» δώρα (Αριστοφάνης, Ειρήνη 1206) και την προί­κα. Τη μεθεπόμενη ημέρα είναι η σειρά του γαμπρού και των οικείων του να αποδώσουν στη νύφη τα «ανακαλυπτήρια» (ή «οπτήρια» ή «προσφθεγκτήρια») δώρα, που απαιτούν από τη νύφη να βγάλει το πέπλο μπροστά σε όλο τον κόσμο πλέον («ανακάλυψη»), και παραθέτουν τη «γαμηλία», ήτοι γεύμα στα μέλη της φρατρίας τους και θυσία στους θεούς για την εισαγωγή της νέας συζύγου στη φρατρία. Τέλος, μια εβδομάδα μετά εορτάζεται ο «αντίγαμος», όπου οι νιόπαντροι επι­σκέπτονται την οικία της οικογένειας της νύφης, λαμβάνουν μέρος σε εορταστικό συμπόσιο και αναχωρούν λαμβάνοντας γλυκά και άλλα δώρα.

Εικ. 2. Επαύλια. Ερυθρόμορφος γαμικός λέβητας του Ζωγράφου του Μαρσύα, πηλός, 360-355 π.χ. Μουσείο Ερμιτάζ, Αγία Πετρούπολη.

Εικ. 2. Θέμα της παράστασης είναι τα Επαύλια, γιορτή που τελούνταν την επομένη του γάμου. Στο μέσο της σύνθεσης εικονίζεται καθιστή η νύφη, η οποία πλαισιώνεται από δυο μικρούς φτερωτούς Έρωτες, ενώ κρατά έναν ακόμη σαν βρέφος στην αγκαλιά της. Προς τη νύφη κατευθύνονται άλλες γυναικείες μορφές με ποικιλία ενδυμάτων που κρατούν δώρα. ενώ μπροστά της ένα μικρό κορίτσι της προσφέρει αγγείο (δεξιά). Το ίδιο θέμα συνεχίζεται και στην πίσω όψη του αγγείου. Οι φίλες της νύφης φέρουν ακριβά δώρα, πυξίδες, δίφρο (κάθισμα), ίσως ένα μαρμάρινο ανάγλυφο, ταινία, κιβώτιο καλυμμένο με ύφασμα και γαμικό λέβητα. Η σεβάσμια μορφή με τον ποδήρη χιτώνα και το ιμάτιο στην κεφαλή ταυτίζεται με τη μητέρα της νύφης που επιβλέπει τη γιορτή. Ανάμεσα στις μορφές πετούν μικροί φτερωτοί Έρωτες, ενώ ένας ακόμη πατά πάνω σ’ ένα από τα δώρα των γυναικών (μικρή εικόνα κάτω). Όλοι οι Έρωτες, τα γυμνά μέρη του σώματος της νύφης και άλλες λεπτομέρειες καλύπτονται με λευκό χρώμα. Το αγγείο θεωρείται ένα από τα καλύτερα δείγματα του ρυθμού Κερτς και αποδίδεται στον Ζωγράφο του Μαρσύα, έναν από τους κορυφαίους αγγειο­γράφους του αθηναϊκού Κεραμεικού κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. (Πηγή: Η Ελληνική Τέχνη στα Μουσεία του Κόσμου, Ερμιτάζ, Αγία Πετρούπολη, τόμος 12, Βιβλιοθήκη τέχνης, Καθημερινή, 2010)

Η λακωνική λιτότητα επεκτείνεται και στην τελετή του γάμου, όπως εύλογα συνοψίζεται στο απόσπασμα από τους Βίους του Πλούταρχου (Λυκούργος 15.5-9): «Παντρεύονταν στη Σπάρτη αρπάζοντας την κοπέλα, που ήθελαν να παντρευτούν. Την παράδιναν μετά σε μια γυναίκα, τη νυμφεύτρια, που της έκοβε σύρριζα τα μαλλιά της, την έντυνε με αντρικά ρούχα, της έβαζε αντρικά παπούτσια και της έστρω­νε να ξαπλώσει σε μια στοίβα καλάμια. Την άφηνε μετά μόνη της χωρίς φως. Ο γαμπρός έτρωγε πρώτα, όπως πάντα, μαζί με τους φίλους του στα κοινά συσσίτια των Σπαρτιατών και μετά ερχόταν εκεί όπου ήταν η κοπέλα, της έλυνε τη ζώνη, την έπαιρνε στα χέρια του και την έφερνε στο κρεβάτι. Πέρ­ναγε μαζί της λίγη ώρα και μετά πήγαινε να κοιμηθεί εκεί που κοιμόντουσαν και οι σύντροφοί του».

Η μετάβαση της Αθηναίας από την κατάσταση της ελεύθε­ρης σε αυτή της συζύγου δεν της παρέχει περισσότερες ελευθερίες. Όπως της έχει εξηγήσει ο άνδρας της το πρωί της επομένης του γάμου, ενώ την ξεναγούσε στο νέο της νοικοκυριό, «ο θεός έχει φτιάσει το σώμα και την ψυχή του άνδρα έτσι, ώστε να μπορεί να αντέχει καλύτερα στο κρύο, στη ζέστη στις οδοιπορίες και τις εκστρατείες, γι’ αυτό και του ανέθεσε τις εξωτερικές εργασίες. Της γυναίκας όμως, της οποίας το σώμα ο θεός το έφτιασε λιγότερο δυνατό γι’ αυτά τα πράγματα, φαίνεται να της έχει φορτώσει τις δου­λειές μέσα στο σπίτι» (Ξενοφών, Οικονομικός 7.23-25).

Με βάση το συλλογισμό αυτό αιτιολογείται η εντολή του Ισχόμαχου στη νιόπαντρη σύζυγο του: «πρέπει λοιπόν εσύ να μένεις στο σπίτι και όσους υπηρέτες έχουν δουλειά έξω από το σπίτι αυτούς να τους στέλνεις στη δουλειά τους όλους μαζί, και όσους έχουν δουλειά μέσα, αυτούς εσύ η ίδια να τους επιστατείς» (στο ίδιο). Η θέση της επομένως είναι και πάλι στα στενά όρια του οίκου της -με την εξαίρεση των φτωχών γυναικών που οφείλουν να εργάζονται εκτός σπιτιού-, και σπάνια έχει τη δυνατότητα να βγαίνει έξω, συνοδευόμενη πάντα, για να κάνει κάποια ψώνια ή να συμμετάσχει σε εορ­τές (όπως, για παράδειγμα, στα Θεσμοφόρια, που είχαν κα­θιερωθεί ειδικά για τις παντρεμένες).

Γιατί παντρεύονταν οι άνθρωποι στην αρχαιότητα

Έχοντας περιγράψει την τελετή του γάμου, δόκιμο θα ήταν να απαντηθεί το γιατί παντρεύονταν οι άνθρωποι στην αρχαιότητα.Η σύναψη συμμαχιών ή συνασπισμών ισχυρών οικογενειών, που παραπέμπει σε ηρωικές εποχές και στις πρακτικές των τυράννων (Ηρόδοτος, 6.126-130, και Θουκυ­δίδης, 1.26), θα μπορούσε να θεωρηθεί μια αιτία. Εντούτοις ο προφανής λόγος στην αθηναϊκή κοινωνία είναι η διαιώνιση του είδους, με την οποία ο άνδρας θα εξασφαλίσει φροντίδα στα γηρατειά του, παραδοσιακή κήδευση, αλλά και συνέχιση της οικογενειακής λατρείας μετά το θάνατο. Η νομοθεσία επάνω στο θέμα της αγαμίας πρεσβεύει ότι ο άγαμος άνδρας μετά τα 35 πληρώ­νει ετήσιο πρόστιμο (Πλάτων, Νόμοι 721d) και δεν δύναται να εκλεγεί άρ­χοντας, στρατηγός ή να κατέχει υψη­λό αξίωμα.

Στη Σπάρτη, τα μέτρα είναι πολύ πιο αυστηρά, καθώς η αγαμία θεωρείται αποτυχία στην εκπλήρωση του καθήκοντος προς το κράτος, που απαιτεί τη γέννηση υγιών τέκνων. Έτσι, θεσπίζεται «γραφή αγαμίου», «γραφή οψιγαμίου» και «γραφή κακογαμίου» (Πολυδεύκης, Ονομαστικόν Γ’ 48), ενώ νόμος του Λυκούργου (Πλούταρχος, Λυ­κούργος 15) απαγορεύει στους άγαμους Λα­κεδαιμόνιους να συμμετέχουν σε γυμνικούς αγώνες, τους επιβάλλει τιμωρίες (π.χ. να περιφέ­ρονται γυμνοί το χειμώνα στην αγορά ψάλλο­ντας προσβλητικά για τους ίδιους άσματα ή να σύρονται από τις Σπαρτιάτισσες γύρω από το βωμό, να ραπίζονται και να χλευάζονται, στο ίδιο, και Αθηναίος, Δειπνοσοφισταί 13.555c-d) και τους στερεί το δικαίωμα των τιμών και περιποιήσεων από τους νεότερους.

Ένας τελευταίος, κάπως ιδιάζων λόγος για τη σύναψη γάμου είναι η εξασφάλιση της οικογενειακής περιουσίας και λατρεί­ας και σχετίζεται με το θεσμό της επίκληρου κόρης, όπου η γυναίκα χωρίς αρσενικά αδέλφια οφείλει μετά το θά­νατο του πατέρα της να παντρευτεί τον πλησιέστερο άγαμο άρρενα συγ­γενή του πατέρα της, ακόμα και αν είναι ήδη παντρεμένη οπότε και λύε­ται ο πρώτος γάμος της (εκτός εάν ο πατέρας έχει φροντίσει να υιοθετήσει τον γαμπρό του με διαθήκη).

Ολοφάνερα, η ενδογαμία και η επικείμενη αιμομι­ξία δεν απαγορεύονται ούτε στην Αθήνα ούτε στη Σπάρτη, όπου για παράδειγμα οι βασιλείς Λεωνίδας και Αναξανδρίδας παντρεύονται τις ανιψιές τους για τη διατήρηση της βασιλικής εξουσίας στο στενό πλαίσιο του οίκου (Ηρόδοτος 5.39 και 7.239).

Στη Σπάρτη όμως δεν ισχύει ο περιορισμός της μονογαμίας, αφού επιτρέπεται στη γυναίκα να έχει πολ­λούς συζύγους, αλλά και εραστές, κάποιες φορές μάλιστα υπό την παρότρυνση του ίδιου του συζύγου, όπως μαρτυρεί ο Πλούταρχος (Λυκούργος 15.11-15: «ο Λυκούργος θέλησε επίσης να καταδιώξει τη ζήλια […] επέ­τρεψε στον ηλικιωμένο σύζυγο μιας νέας γυναίκας να της φέρνει έναν νέον άντρα από καλό σόι για να έχει γιο με καλό αίμα, που θα τον θεω­ρούσε σαν δικό του γιο. Επέτρεψε επίσης σε έναν άντρα αξίας, αν θαύ­μαζε μια γυναίκα γόνιμη και συνετή, παντρεμένη με άλλον, να του τη ζητήσει, για να σπείρει μέσα της σε ένα γόνιμο χωράφι και να αποκτή­σει από αυτήν καλά παιδιά, γεννη­μένα από καλό αίμα και ανήκοντα σε καλή γενιά»). Στη δε Θράκη η πολυγαμία επιβάλλεται, αφού Θραξ με λιγότερες από 5 συζύγους θεωρείται άθλιος, ανάξιος τιμής (Μένανδρος).

Στο εύλογο ερώτημα αν υπάρχει αγά­πη στο γάμο, προκύπτει εύκολα η απάντηση, δεδομένου ότι υπό τις συνθήκες που συνά­πτονταν οι γάμοι (όπως περιγράφηκαν παραπά­νω) δεν δινόταν κατ’ αρχήν η δυνατότητα να αποτελέσει ο «έρως» αιτία του γάμου. Επιπλέον, η θέση της συζύγου τουλάχιστον στην Αθήνα σκιαγραφείται εύγλωττα από τον Δημοσθένη (Κατά Νέαιρας 59.118-122) «τις εταίρες τις έχουμε για την ηδονή, τις παλλακίδες για τις καθημερινές φροντίδες, τις συζύγους για να μας κάνουν παιδιά νόμιμα και για να έχουμε και έναν πιστό φύλακα για το σπίτι».

Συ­νεπώς, το γεγονός ότι η Αθηναία βιώνει μια κατάσταση «εγκλεισμού» και «υπο­χρέωσης» εκτέλεσης καθηκόντων νοι­κοκυράς και μητέρας, ενώ ο Αθηναίος κινείται άνετα εκτός οικίας, έχοντας τη δυνατότητα να ικανοποιήσει τις σαρκι­κές αλλά και συναισθηματικές του ανά­γκες με τις εταίρες και τις παλλακίδες, δεν ευνοεί φυσικά την ανάπτυξη μιας ουσιαστικής αισθηματικής και πνευμα­τικής επικοινωνίας ανάμεσα στο αντρόγυνο στην πορεία της κοινής τους ζωής. Ο Νικήρατος, για τον οποίο ο Σωκράτης αναφέρει ότι «αισθάνεται πραγματικό έρωτα για τη γυναίκα του, όπως κι αυτή για αυτόν» (Ξενοφών, Συμπόσιο 8.3), αλλά και λογοτεχνικές αναφορές του τύπου του έρωτα Αντιγόνης – Αίμονα στη σοφόκλεια τραγωδία, συνιστούν προφανώς εξαιρέσεις.

Η περίπτωση λύσης ενός γάμου στην αρχαία Αθήνα (κα­θώς οι πληροφορίες για άλλες πόλεις είναι σχεδόν ανύπαρ­κτες) σπανίζει, κυρίως γιατί τίθεται θέμα επιστροφής ή όχι της «προίκας». Βέβαια σε περίπτωση που διαπιστωθεί στει­ρότητα της γυναίκας ή μοιχεία, ο σύζυγος μπορεί να πάρει διαζύγιο δηλώνοντάς το μπροστά σε μάρτυρες και στέλνο­ντας πίσω τη σύζυγο («έκπεμψις», «αποπομπή») μαζί με την προίκα της, δεδομένου ότι δεν εκπληρώνεται σωστά ο σκο­πός του γάμου – ήτοι η τεκνοποιία γνήσιων απογόνων-, ενώ δικαιούται στην τελευταία περίπτωση να αυτοδικήσει και έναντι του μοιχού ατιμώρητος από το νόμο (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία 57.3).

Στην αντίθετη περίπτωση, η απιστία του συζύγου δεν συνιστά λόγο διαζυγίου, καθώς η σεξουα­λική ελευθερία του άνδρα νομιμοποιείται από τα ήθη, αν και προς τα τέλη του 4ου αιώνα παρατηρείται μια στροφή προς το συντηρητισμό και σε μια ηθική που αναμένει ότι ο άνδρας μετά το γάμο του σιγά σιγά περιορίζει τις εξωσυζυγικές περι­πέτειες. Εντούτοις η κακοποίηση της γυναίκας, εφόσον στοι­χειοθετείται με αδιάσειστες αποδείξεις, δίνει στην Αθηναία τη δυνατότητα να ζητήσει διαζύγιο («απόλειψις») μέσα από μια πιο σύνθετη διαδικασία, που απαιτεί την κατάθεση του αιτήματος της στον επώνυμο άρχοντα, ο οποίος αν το κρίνει σκόπιμο θα ενεργήσει ως προστάτης και εκπρόσωπός της, δεδομένης της δικαιοπρακτικής της ανικανότητας. Τέλος, τη λύση του γάμου, συχνά για οικονομικούς λόγους μπορούσε να επιδιώξει και να επιτύχει ο πατέρας της νύφης («αφαίρεσις»).

Επίλογος

Ίσως σε μερικούς σημερινούς Έλληνες – όχι ίσως, είναι βέβαιο – όλα αυτά να ακούγονται ως μία απομυθοποίηση των αρχαίων Ελλήνων, γι’ αυτό και αντιδρούν κατά καιρούς.

Θα πρέπει, αν εκτιμάμε το παρελθόν μας, πρώτα-πρώτα να το γνωρίσουμε καλά, χωρίς ρητορικούς στόμφους και εθνικιστικές εξάρσεις. Θα πρέπει επίσης να καταλάβουμε ότι ο αρχαιοελληνικός κόσμος δεν είναι πρότυπο για μίμηση – δεν θα ήταν δυνατόν να είναι. Είναι ένας κόσμος προκλητικά ενδιαφέρων στον οποίο ο άνθρωπος των νεώτερων χρόνων βρήκε να ενυπάρχουν πολλά από τα χαρακτηριστικά του δυτικού πολιτισμού. Γι’ αυτό ακριβώς οι ξένοι, οι Δυτικοί δηλαδή, τον μελετούν και τον σπουδάζουν.

Προσπαθήσαμε να βάλουμε στα όρια μιας ομιλίας το ωραιότερο, ευγενέστερο και γλυκύτερο συναίσθημα του ανθρώπου, τον Έρωτα – όπως αυτό μαρτυρείται σε μια κοινωνία μιας εποχής. Ποιος φιλόλογος όμως, ποιος ιστορικός και ποιος αρχαιογνώστης μπορεί να μας μιλήσει για τους ανεκπλήρωτους πόθους και τις ερωτικές φαντασιώσεις των αρχαίων Ελλήνων. Κανείς! Ο Έρωτας δεν πιάνεται!

Επιλογή βιβλιογραφίας για το θέμα:

  • BornemanH πατριαρχία, Αθήνα (Μ.Ι.Ε.Τ.) 1988. [Ογκώδες και καταιγιστικό σε πληροφορίες βιβλίο. Αναπτύσσει εξαντλητικά την επιστημονική υπόθεση περί μητριστικών κοινωνιών. Η θεώρησή του είναι μαρξιστική].
  • BrissonΤο αμφίβολο φύλο. Ανδρογυνία και ερμαφροδιτισμός στην ελληνορωμαϊκήαρχαιότητα, Αθήνα (Μ.Ι.Ε.Τ.) 2003.
  • J. DoverΗ ομοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα, Αθήνα (εκδ. Χιωτέλλη) 1990. [Βιβλίο μεγάλης επιστημοσύνης, εξαντλεί το θέμα, με μεγάλη έμφαση στις πηγές. Πλούσια εικονογράφηση].
  • Α. Λεντάκης, Ο Έρωτας στην Αρχαία Ελλάδα, 4 τόμοι, Αθήνα (εκδ. Καστανιώτη) 1997-99.
  • MosséΗ γυναίκα στην Αρχαία Ελλάδα, Αθήνα (εκδ. Παπαδήμα) 42004. [Πολύ αξιόλογο βιβλίο για τη θέση της γυναίκας].
  • Περιοδικό Αρχαιολογία, τεύχος 10, Φεβρ. 1984. [Ωραίο αφιέρωμα με πλούσια εικονογράφηση από αγγεία].
  • ReinsbergΓάμος, εταίρες και παιδεραστία στην Αρχαία Ελλάδα, Αθήνα (εκδ. Παπαδήμα) 1999. [Πολύ καλό, προσιτό, ευσύνοπτο και κατατοπιστικό εγχειρίδιο για το θέμα, με εικονογράφηση].
  • SergentΟμοφυλοφιλία στην ελληνική μυθολογία, Αθήνα (εκδ. Χατζηνικολή) 1985.
  • SparkesΕλληνικός πολιτισμός, Αθήνα (εκδ. Καρδαμίτσα) 2002, σσ. 297-313.
  • Ι. Συκουτρής, Πλάτωνος Συμπόσιον. Κείμενονμετάφρασις και ερμηνεία, Αθήνα (εκδ.Εστία) 71982. [Μνημειώδης και τολμηρή έκδοση για τα ελληνικά δεδομένα της εποχής, 1η  έκδοση 1934].
  • TannahillΙστορία των σεξουαλικών ηθών, Αθήνα (εκδ. Τραυλός) 1998.
  • VanoyekeΗ πορνεία στην Ελλάδα και στη Ρώμη, Αθήνα (εκδ. Παπαδήμα) 1996.


  • ANDREWS Α., Αρχαία ελληνική κοινωνία, μτφρ. Α. Παναγόπουλος, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1999.
  • ΑΝΤΩΝΙΟΥ Α.Φ., «Το τελετουργικό του γάμου στην Αρχαία Ελλάδα», Αρχαιολογία 21 (1986), σ. 26-27.
  • AUSTIN M.M. / P. VIDAL-NAQUET, Οικονομία και κοινωνία στην Αρχαία Ελλάδα, μτφρ. Τ. Κουκουλιός, εκδ. Δαίδαλος-Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1998.
  • BALTRUSCH Ε., Σπάρτη. Η ιστορία, η κοινωνία και ο πολιτισμός της αρχαίας λακωνικής πόλης, μτφρ. Χ. Μπαλόγλου, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2004.
  • BLANCK H., Εισαγωγή στην ιδιωτική ζωή των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων, μτφρ. Α. Μουστάκα, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2004.
  • ΒΡΕΤΤΟΣ Λ., Γάμος, γέννηση, θάνατος στην Αρχαία Ελλάδα, εκδ. Σαβ­βάλα, Αθήνα 2003.
  • BAUSSIER S., Οι αρχαίοι Έλληνες. Η ζωή στην Αρχαία Ελλάδα, εκδ. Modern Times, Αθήνα 2004.
  • CANTARELLA E., «Η θέση της γυναίκας στην Αθήνα της κλασικής επο­χής», Αρχαιολογία 21 (1986), σ. 14-18.
  • ΓΚΙΚΑΣ Σ., Οι αξίες των αρχαίων Ελλήνων, εκδ. Σαββάλα, Αθήνα 1997.
  • ΔΗΜΑΚΗΣ Π., «Οι Ατθίδες του Ε’ και του Δ’ π.Χ. αιώνα», Αρχαιολογία 21 (1986), σ. 19-22.
  • FLACELIÈRE R., Ο έρωτας στην Αρχαία Ελλάδα, μτφρ. Α. Καραντώνης, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1995.
  • – Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων, μτφρ. Γ. Βανδώρος, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1999.
  • HOOKER J.T., Ancient Spartans, J.M. Dent & Sons,London1980.
  • ΚΟΛΟΜΠΟΒΑ K.M. / Ε.Λ. ΟΖΕΡΕΤΣΚΑΪΑ, Η καθημερινή ζωή στην αρχαία Ελλάδα, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2000.
  • ΚΟΝΝΟΛΛΥ Π. / Χ. ΝΤΟΤΖ, Η αρχαία πόλη. Η ζωή στην Αθήνα και στη Ρώμη, μτφρ. Μ. Λεβεντοπούλου, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2001.
  • MAFFRE J.J., Η ζωή στην Κλασική Ελλάδα, μτφρ. Ε. Τσελέντη, εκδ. Δαίδαλος-Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1988.
  • MOSSÉ C., Πολιτική και κοινωνία στην αρχαία Ελλάδα, μτφρ. Κ. Μπούρας, εκδ. Σαββάλα, Αθήνα 2003.
  • – Η γυναίκα στην Αρχαία Ελλάδα, μτφρ. Α. Στεφανής, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2002.
  • REINSBERG C., Γάμος, εταίρες και παιδεραστία στην Αρχαία Ελλάδα, μτφρ. Δ. Γεωργοβασίλης και Μ. Pfreimter, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1999.
  • ROYER S. / C. SALLES / F. TRASSARD, Η ζωή στην Ελλάδα την εποχή του Περικλή, μτφρ. Κ. Σέρβη, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2004.
  • ROBINSON C.E., Everyday Life in AncientGreece,OxfordClarendon Press,Oxford1972.
  • WEBSTER T.B.I., Everyday Life in Classical Athens, Batsford ltd,London1969.
  • WILKINSON P.H., Η ιστορία μέσα από την πέτρα. Η αρχαία Ελλάδα, μτφρ. Ν. Χούνας, εκδ. Σαββάλα, Αθήνα 2001.

Claude Mosse: Η γυναίκα στην Αρχαία Ελλάδα, Παπαδήμα, Αθήνα 2008

Michel Foucault, Ιστορία της Σεξουαλικότητας, Πλέθρον, Αθήνα 2013

Marcel Detiene: Η καθημερινή ζωή των θεών στην Αρχαία Ελλάδα, Παπαδήμα, Αθήνα 1993

Robert Flaceliere: Ο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος των Αρχαίων Ελλήνων, Παπαδήμα, Αθήνα 2007

Αγγελική Πετροπούλου, «Οικογενειακοί θεσμοί» στο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Αρχαία Ελλάδα, ΕΑΠ, Πάτρα 2000

Βασίλειος Π. Βερτουδάκης

Επίκουρος Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Μαρία Γκιρτζή

Δρ Αρχαιολογίας

  • Περιοδικό, «Αρχαιολογία & Τέχνες»
  • argolikivivliothiki.gr
  • postmodern.gr

Δημήτρης Καλαντζής

1 comments

Σχολιάστε